-γράφει η Σταυρούλα Αντζουλάκου
Η Κορνηλία ξύπνησε και το πρώτο πράγμα που έκανε μετά την τουαλέτα ήταν να ανοίξει τον υπολογιστή. Το αμέσως επόμενο να φτιάξει καφέ. Εν συνεχεία με τον ζεστό καφέ στο ένα χέρι και το αναμμένο τσιγάρο στο άλλο, κάθισε να δει την αλληλογραφία της.
Έτσι όπως ήταν αγουροξυπνημένη, δεν αντιλήφθηκε αμέσως το περίεργο φόντο στην οθόνη της. Ροζ ; Πότε έβαλε ροζ λουλουδάκια στην επιφάνεια εργασίας; Μετά παρατήρησε ότι όλα ήταν διαφορετικά και στο εσωτερικό. Αναρωτήθηκε αν πείραξε η εγγονή της τον υπολογιστή, αλλά κι έτσι ακόμα, εκείνη ήταν στην μεταγκόθικ φάση της, και σίγουρα όχι ροζ. Τι συνέβαινε λοιπόν;
Ένας κελαρυστός ήχος την έκανε να αναπηδήσει. Είχε μήνυμα. Από ποιον; Δεν ήξερε κανέναν Άνταμ. Αλλά ο Άνταμ φαίνεται πως την ήξερε. Την χαιρέτησε με άνεση, χιούμορ και τρυφερότητα. Με έκπληξη έπιασε τον εαυτό της να του απαντά με νάζι.
Πώς ήταν δυνατόν; Πώς ήταν δυνατόν επίσης να γνωρίζει μια άγνωστη ιδιόγλωσσα, λέξεις της οποίας της φαίνονταν τόσο οικείες, ώστε να τις χρησιμοποιεί και η ίδια σαν να τις γνώριζε από πάντα; Ή σαν να τις εφηύρε η ίδια;
Η αλήθεια της τελευταίας σκέψης την τάραξε σαν να ήχησε ένα γκογκ από μια μακρινή γωνία του μυαλού της. Πριν προλάβει όμως να την επεξεργαστεί, ο Άνταμ της έγραψε χαρούμενα (ήταν κεφάτος σήμερα. Σήμερα;;; Γιατί, πώς ήταν χθες;) :
«Ζουμπουρλούν χουφτωδίους ιμοτέρψιαν;» την ρώτησε.
«Απονοίς αμαρδιόλους χαμωζέν», του απάντησε.
Και μετά σταμάτησε. Έπρεπε να σταματήσει. Έπρεπε να σκεφθεί. Τι ήταν αυτό;
Ο Άνταμ ανησύχησε με την σιωπή της.
«Τι συμβαίνει Νιλουφέρ, μα μοζέν;» . Φαίνεται μες στην ανησυχία του έκοψε τα πολλά κορακίστικα.
«Άνταμ…», άρχισε.
« Ναι;»
«Το πραγματικό σου όνομα είναι Ντέριμ, σωστά;»
«Ναι καρδουλίν Υ Φρανκφούρτ. Αφού το ξέρεις»
«Δεν το ξέρω, Άνταμ. Δηλαδή το ξέρω, αλλά δεν ξέρω ακόμα τι σημαίνει. Το έμαθα χρόνια αργότερα».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Σημαίνει σεβαστός, σοφός, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι. Δεν σου το είχα πει;»
«Όχι. Αν και θα έπρεπε να το είχα καταλάβει. Είχες χρησιμοποιήσει το αντίστοιχο γαλλικό. Ονορέ. Έτσι μου συστήθηκες. Και να φανταστείς, δεν ήξερες γαλλικά τότε! Ούτε κι έμαθες ποτέ».
«Δεν μου χρειάστηκαν, τζιουμπονίλ».
«Ούτε θα σου χρειαστούν. Θα μάθεις γερμανικά. Θα σπουδάσεις στην Αυστρία. Ίσως ήδη να προετοιμάζεσαι, ήσουν ανέκαθεν μεθοδικός με την δουλειά σου».
«Μα τι λες? Διάβασες καμμιά κρυστάλλινη σφαίρα τελευταίως;»
Η Κορνηλία πήρε μια βαθιά ανάσα. Μετά τράβηξε και μια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο της. Αλήθεια, κάπνισε ποτέ ο Ντέριμ; Το απέκλειε. Στα νιάτα του έκανε αθλητισμό και μετά σπούδασε γιατρός. Πνευμονολόγος!
«Άνταμ» (θα κρατούσε το Άνταμ στην συνομιλία, αποφάσισε. Για την ίδια δεν ήξερε αν ήταν η Εύα ή η Λίλιθ). «Πόσων χρονών είσαι;»
«Γιατί ρωτάς, γκιουζελίν; Δεν έχω τώρα γενέθλια!»
«Πες»
«Δεκάξι, όπως κι εσύ».
Δεκάξι! Όσο και ο τελευταίος εγγονός του αδερφού της! Η καρδιά της σφίχτηκε φευγαλέα.
«Δεκαεπτά», τον διόρθωσε. «Σε περνάω έξι μήνες»
«Για τις κοπέλες δεν πρέπει ποτέ να λέμε ηλικίες»
«Μόνο που δεν είμαι πια κοπέλα»
«Τι θέλεις να πεις;»
«Είμαι 72 ετών».
«Με δουλεύεις!»
«Καθόλου. Οι κολλητές μου όταν μαζεύονται παίζουν σκραμπλ και μιλούν για τις αρρώστιες τους».
«Εντάξει. Πλάκα κάνεις. Κι εσύ είσαι η χάι-τεκ της παρέας και κάνεις τσατ, ε;»
«Ναι, είμαι η χάι-τεκ της παρέας, τρομάρα μου, και μιλάω με το εφηβικό μου φλερτ. Μόνο που τότε, πριν… για να σκεφθώ… πριν 55 χρόνια δεν υπήρχε τσατ! Δεν υπήρχε διαδίκτυο, δεν υπήρχαν υπολογιστές!»
«Τι έχεις πάθει; Πήρες τίποτα περίεργο;»
«Γεννηθήκαμε στον ίδιο αιώνα, αλλά εγώ έχω περάσει στον επόμενο!»
«Εντάξει. Κοίτα, θα σε κλείσω τώρα, έχω κάτι να τελειώσω και μετά πάω γυμναστήριο»
«Περίμενε! Μην κλείσεις! Πότε θα σε ξαναδώ;»
«Το καλοκαίρι, στις διακοπές! Αν δεν έχεις γεράσει ως τότε!»
«Όχι, μη! Όχι ακόμα!»
«Κοίτα, στ’ αλήθεια μου αρέσεις που είσαι λίγο τρελούτσικη, αλλά πρέπει να κλείσω. Τα λέμε αργότερα! Γριούλα μου!»
Και με ένα τρανταχτό εικονικό φιλάκι έκλεισε την συνομιλία.
Η Κορνηλία δεν έκλεισε. Ήξερε πως, αν έκλεινε τον υπολογιστή, θα έκλεινε και η ρωγμή του χρόνου. Ή θα ξυπνούσε. Ω, πώς θα ήθελε να κλάψει. Ω, πώς θα ήθελε να γελάσει! Τρανταχτά, παρακαλώ.
Σηκώθηκε με κόπο. Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι και η αβάσταχτη βαρύτητα του γερασμένου σώματος, σκέφθηκε. Και μετά κούνησε το κεφάλι της.
Μα ροζ; Αν είναι δυνατόν!
~~~~~~~~~
9 Οκτωβρίου 2015