Η ΜΑΓΙΣΣΑ: Αυτόν τον θνητό τον ήθελα
Και για τις εφτά ζωές μου
Και εκείνος το κατάλαβε.»
– γράφει η Νεφέλη Γκογκώτση
Είχε ανέμους στις παλάμες
Και σαράκι στην καρδιά
Μιαν ίντσα θάλασσα
Αχ, όμορφη σαν τα άστρα
Αυτά που χάλασα.
Ποιος να αναπνεύσει στην καταιγίδα
Ποιος τολμά να βγει ντυμένος
Το σαρκίο του και μόνος
Να φωνάξει τον Νεφελογερέτη
Να τον κάψει
Και όταν αρπάξει την φωτιά του
Να γελάσει σαν να είναι γιορτή
Και η κηδεία του συνάμα.
Η ΜΑΓΙΣΣΑ: Τα δάκρυα μου, γλυκά σαν πικραλίδας.
Όλα τα νικώ,
Γιατί είμαι λυπημένη, λοιπόν;
Τις μάγισσες δεν τις αγαπάς
Τι κι αν του ‘ταξα αθανασία.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Εσύ είσαι μάγισσα
Σαν τις γάτες τις φίλες σου
Γιατί κλαις;
Η ΜΑΓΙΣΣΑ: Πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον,
Δεν είχε σημασία.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Γιατί είσαι λυπημένη; Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι.
Η ΜΑΓΙΣΣΑ: Αυτόν τον θνητό τον ήθελα
Και για τις εφτά ζωές μου
Και εκείνος το κατάλαβε.
ΜΑΖΙ: Όμως τις μάγισσες δεν τις αγαπάς.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Γιατί κλαις, λοιπόν;
Η ΜΑΓΙΣΣΑ: Για έρωτα και έλεος.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Με τρομάζεις, μάγισσα
Βλέπεις τα πνεύματα
Σε φοβάμαι.
ΜΑΖΙ: Τα λόγια της μάγισσας κατάρες.
Η ΜΑΓΙΣΣΑ: Όταν τα ‘θελα, τα μάγια μου δεν ‘πιάσαν.
ΕΚΕΙΝΟΣ: Μιλάς στα στοιχειά, για έρωτα και έλεος.
Η ΜΑΓΙΣΣΑ: Μα του κάκου.