
Πελώρια κύματα σκέπασαν το μοναστήρι. Οι μοναχοί προσπαθούν να σωθούν. Κολυμπούν, τρέχουν, κατεβαίνουν σκάλες. Κάποιοι έχουν ανέβει στον τρούλο και φωνάζουν «Κύριε λυπήσου μας». Άλλοι έχουν κλειδωθεί στο Αρχονταρίκι και έχουν βουλώσει κάθε χαραμάδα. Το νερό όμως τρέχει με ορμή και δύναμη. Στρίβει, ανεβαίνει, κατεβαίνει. Βρίσκει δίοδο από παντού. Περνά από κλειδαρότρυπες και εκτινάσσεται στο εσωτερικό.
Κάπου εκεί, ένα αγόρι με σκισμένα ρούχα, τρομαγμένο, στέκεται άπραγο στο τελευταίο σκαλί μιας λιθόστρωτης σκάλας. Το νερό πλησιάζει απειλητικά προς αυτό. Έχει εγκλωβιστεί. Σαν ηφαιστειακή λάβα το πλησιάζει αργά, ολοένα και πιο κοντά. Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών και κοιτά την απόσταση. Νιώθει το νερό να το έχει ήδη φτάσει. Νιώθει να του παγώνει τα πόδια κι ύστερα όλο του το σώμα. Έχει παραδοθεί. Φωνάζει. Φωνάζει με όλη τη δύναμη της ψυχής του: «μπαμπά, μπαμπά!».
Ήταν όνειρο και ο πατήρ Αντώνιος το κατάλαβε γρήγορα. Το έχει δει κι άλλες φορές. Ποτέ όμως τόσο ζωντανά, τόσο κοντά. Ανοίγει τα μάτια και κοιτάει γύρω του. Από τα πυκνά γκρίζα του γενιά κυλάνε σταγόνες ιδρώτα. Μπροστά του περνούν ακόμη σκηνές. Προσπαθεί να πιάσει το όνειρο από την αρχή αλλά το χάνει. Το παιδί. Που είναι το παιδί. Προσπαθεί. Χάνεται. Θέλει να μάθει για το παιδί. Είναι το ίδιο παιδί. Παρουσιάζεται διαρκώς στο τέλος σ’ αυτό το όνειρο. Ένα όνειρο που βλέπει από τη μέρα που πήρε την απόφαση να ζήσει στο μοναστήρι. Ένα παιδί λυπημένο να φωνάζει. Ένα παιδί χωρίς χαρακτηριστικά, χωρίς πρόσωπο. Κοντεύει να χάσει τη λογική και το μυαλό του. Αυτή τη φορά ήταν τόσο πραγματικό!
Το καντήλι πάνω στο τραπέζι τρεμόσβησε και σηκώθηκε να τ’ ανάψει. Βγάζει από το τσέπη του ράσου τα σπίρτα. Ανάβει ένα, και πλησιάζει στο φυτίλι. Η μορφή του φωτίστηκε. Μια κουρασμένη και μαρτυρική μορφή. Η αλμύρα της θάλασσας- λόγω της πρότερης ζωής του ως καπετάνιου- του έχει αφήσει βαθιές ρυτίδες. Η επιδερμίδα του προσώπου του θαρρείς και είναι η πλάγια όψη ενός παλιού βιβλίου. Κάθε ρυτίδα η άκρη μιας σελίδας που αν τη γυρνούσες θα διάβαζες πονεμένες και τρυφερές ιστορίες.
Κοίταξε το ρολόι που ήταν πάνω στο τραπέζι. 3.30. Το αμυδρό φως του φεγγαριού έμπαινε από το παράθυρο και φώτιζε τα φτωχικά, λιγοστά αντικείμενα της κάμαρής του. Όπου να ‘ναι θα περνούσε ο μοναχός Σέργιος, σκέφτηκε. Θα του χτυπούσε ελαφρά την πόρτα και θα στεκόταν για λίγο στην είσοδο να μιλήσουν και να οργανώσουν τη μέρα τους.
Πήγε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω. Η θάλασσα ήρεμη, γαλήνια, το φεγγάρι γεμάτο. Ένα ελαφρό αεράκι στροβιλίστηκε από μία μικρή χαραμάδα του ξύλινου παραθύρου και άφησε ένα βουητό. Βήματα ακούστηκαν αμέσως μετά. Γύρισε προς την πόρτα να δει. Θα ήταν ο μοναχός Σέργιος. Τα βήματα σταμάτησαν έξω ακριβώς από την πόρτα. Δύο χτύποι ακούστηκαν :
-Πατήρ Αντώνιε.
-Πέρασε παιδί μου.
-Πατήρ Αντώνιε. Ω! Πατήρ Αντώνιε! Τι σας συμβαίνει; Γιατί είσαστε μούσκεμα; Τι σας συμβαίνει πατήρ Αντώνιε; Γύρισε πάλι το παιδί;
-Μοναχέ Σέργιε, αποκρίθηκε ο πατήρ Αντώνιος με λύπη και κράτησε σφιχτά τον σταυρό που κρεμόταν από τον λαιμό του. Καλέ μου Σέργιε! Ναι! Ήταν πάλι αυτό το παιδί.
-Σου έχω ένα γράμμα πατήρ Αντώνιε. Ένα γράμμα δικό σου. Ύστερα από τόσα χρόνια.
Ο μοναχός Σέργιος έκλεισε την πόρτα πίσω του κι έφυγε. Ο πατήρ
Αντώνιος πήρε αμέσως το γράμμα και πλησίασε στο καντήλι. Οι παλμοί της καρδιάς
του χτυπούσαν δυνατά. Δεν είχε άλλον. Ήξερε ποιος μπορεί να είναι. Όμως δεν το
πίστεψε ούτε δευτερόλεπτο. Ήταν μια άλλη ζωή. Δεν υπήρχε εκείνη η ζωή. Ο πατήρ
Αντώνιος ήταν νεκρός για εκείνη την αμαρτωλή ζωή. Γυρνάει το φάκελο. Βλέπει
όνομα και χώρα. Dolores di Maria. Argentina.
Το ανοίγει.
« Αντώνη βρήκα εσένα. Παιδί. Παιδί έφυγε. Όχι ζωντανός. Αντώνη.
Προσευχήσου για το παιδί. Εγώ πολύ γριά. Μόνη. Δύσκολη ζωή. Όχι χρήματα. Ο Alberto
είκοσι χρονών. Κακοί φίλοι. Ναρκωτικά. Δεν τα καταφέρνω . Παιδί δεν άντεξε.
Έδωσε τέλος. Ρωτούσε μπαμπάς. Ήθελε εσένα κοντά του».
«Μου είπες ότι θα τα καταφέρεις», μονολόγησε ο πατήρ Αντώνιος και δάκρια
κύλισαν ως τα γένια του. Ωχ! Θεέ μου! Είμαι τόσο αμαρτωλός. Τόσο αμαρτωλός και
δειλός, είπε. Ως εδώ!
Άφησε το γράμμα στο τραπέζι. Ύστερα κοιτάχτηκε σ ένα μικρό
καθρεφτάκι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Σκέψεις βουβές τού ήρθαν στο μυαλό
εκείνη την ώρα. Σκέψεις βουβές και θολές αλλά και μία σκέψη ολοφάνερη. Διαυγής.
Τύψεις τον κεραυνοβόλησαν. Και μια επιθυμία. Η επιθυμία να τιμωρηθεί. Έπρεπε να
τιμωρηθεί. Ποτέ δεν το έκανε. Το χρωστούσε στον εαυτό του και αυτό τον βάραινε.
Ήταν ο λόγος που βρισκόταν εκεί.
«Ο μοναχισμός δεν είναι η τιμωρία που μου αρμόζει» σκέφτηκε. Πρέπει κάτι να
κάνω. Είναι γιός μου. Πρέπει να το πληρώσω με το ίδιο νόμισμα όπως το πλήρωσε
κι αυτός. Ο γιός μου. Το σπλάχνο μου. Δεν έχω καμία θέση εδώ».

◊ Με σπασμωδικές κινήσεις παίρνει την αγαπημένη του αλυσίδα με τον σταυρό και την βάζει στην εσωτερική τσέπη του ράσου. Ανοίγει την πόρτα με νεύρο και βγαίνει έξω. Φεύγει. Δεν γυρνά ούτε να κοιτάξει ούτε να σκεφτεί. Τέλος. Δεν είχε τίποτα άλλο να σκεφτεί. Προχωρά με βήμα νευρικό. Προσηλωμένος . Ακολουθεί την διαυγή και ολόλαμπρη σκέψη του. Μια γατούλα τρίβεται στην άκρη του ράσου του. Την προσπερνά. Μια φωνή ακούγεται. Αυτός απτόητος. Με το ίδιο γρήγορο βήμα. Σκαρφαλώνει σ’ ένα δέντρο και ξεκρεμάει μια μικρή καμπάνα. Λύνει την τριχιά. Τη διπλώνει και τη βάζει κάτω από τη μασχάλη. Συνεχίζει. Δεν σκέπτεται. ούτε θέλει. Δεν θέλει να γίνει ούτε λογικός ούτε ψύχραιμος. Φωνές ξανακούγονται. Είναι ο Σέργιος. Ο φίλος του. Ο πνευματικός συνοδοιπόρος του. Ο άνθρωπος που τα ξέρει όλα γι’ αυτόν.
«Πατήρ Αντώνιε! Στάσου! Τι πας να κάνεις;»
Σκαρφαλώνει στην υπεραιωνόβια ελιά και δένει το σχοινί. Το περνά στο λαιμό. Μια αβάσταχτη λύπη κυριαρχεί σε κάθε μέρος του μυαλού του. Είναι ήδη νεκρός. Είναι κλινικά νεκρός. Δεν είναι όμως αυτός. Είναι άλλος. Δεν είναι πια ο αμαρτωλός. Ούτε ο δειλός. Είναι ένα νέο όν χωρίς μνήμη που δεν αγαπά, δεν μισεί. Τίποτα δεν υπάρχει στην γη που να το κρατήσει κοντά της. Το είχε πάρει απόφαση. Είναι σαν να υπέγραψε και να έστειλε την υπογραφή του στο ταχυδρομείο. Ο ταχυδρόμος έφυγε και πήρε την υπογραφή μαζί του. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το αποτρέψει. Εκείνη τη στιγμή, ένα πουλί κάθεται σ’ ένα κλαδί της ελιάς πολύ κοντά του. Είναι αστείο. Γύρω από το λαιμό του είναι λευκό και τα φτερά του μαύρα. Κοιτάει αριστερά- δεξιά. Τσιμπάει το δέντρο σαν ακίδα τηλέγραφου. Λουσμένος στον ιδρώτα, του κλέβει την προσοχή. Ο Σέργιος φωνάζει με όλη του την ψυχή. Τόσο δυνατά, ώστε να γίνει αντιληπτή η άφιξη του πριν ακόμη φτάσει εκεί. Το πουλί βλέπει κάτι. Ανοίγει τα φτερά και πετάει. Πετάει θαρραλέα. Αυτό το τόσο μικροσκοπικό θάρρος όσο το θάρρος του πουλιού χρειαζόταν ο πατήρ Αντώνιος εκείνη τη στιγμή για να κάνει την μοιραία πράξη. Ο χρόνος παγώνει. Ο πατήρ Αντώνιος παραδίδεται και περιμένει. Περιμένει όπως το μικρό και άπραγο παιδί του ονείρου. Όμως, δε χρειάστηκε. Ο μοναχός Σέργιος είναι ήδη εκεί και κρατάει σφιχτά ψηλά στα στήθια του τα πόδια του αγαπημένου του φίλου.