«Ήμουν σε δίλημμα. Θα έκοβα τη γλώσσα μου γιατί πραγματικά δε μου χρειαζόταν ή θα έβρισκα λέξεις πιο κατάλληλες· και τότε ίσως η γλώσσα και πάλι να μαλάκωνε.»
– γράφει ο Δημήτρης Αθανασέλος

Ήταν τότες που σκλήρυνε η γλώσσα μου. Οι λέξεις έρχονταν -μπάσταρδα παιδιά της ανάγκης- αλλά δεν έβγαιναν. Ήταν τότες που το βίωμα ήταν μέτρα, χιλιόμετρα πιο ψηλό από την όποια έννοια, από την όποια ερμηνεία. Η γλώσσα μου πέτρωσε. Ήταν τότε που ήθελα να δείξω την αμέριστη χαρά και ευγνωμοσύνη, την αγάπη μου για τον άνθρωπο, μα οι λέξεις και να έβγαιναν απ’το στόμα, ωχριούσαν μπροστά στο θαύμα του βιώματος.
Ήμουν σε δίλημμα. Θα έκοβα τη γλώσσα μου γιατί πραγματικά δε μου χρειαζόταν ή θα έβρισκα λέξεις πιο κατάλληλες· και τότε ίσως η γλώσσα και πάλι να μαλάκωνε. Ίσως να ήθελε αλήθειες για να επιστρέψει και πάλι στα συγκαλά της, στη μορφή της την αρχική.
Τελικά την έφαγα. Τη δάγκωσα, την έκοψα…την έφαγα. Έχουν περάσει χρόνια από τότε, ίσως και αιώνες (έχω ξεχάσει να μετρώ με αριθμούς άλλωστε). Τη γλώσσα αυτή δεν κατάφερα να τη χωνέψω ακόμη· είχε μέσα της, βλέπεις, και την καρδιά μου.

