«Χέρι – χέρι μια ζωή!»

Από το σπίτι τους, ένα παλιό περιποιημένο νεοκλασικό αρχοντικό, που είναι κοντά στο δικό μου, ακουγόταν πιάνο, νωρίς το απόγευμα. -γράφει η «Μιραμπέλλα Αβίλλα»Γεωργία Σπ. Αναστασίου

pianoΉταν κάποτε, πριν κάποια χρόνια, ένα ζευγάρι πολύ συμπαθητικό, κάπως απόμακρο και λίγο ιδιόρρυθμο.
Από το σπίτι τους, ένα παλιό περιποιημένο νεοκλασικό αρχοντικό, που είναι κοντά στο δικό μου, ακουγόταν πιάνο, νωρίς το απόγευμα.
Πόσο μου άρεσε να ακούω, έκλεινα τα μάτια και το απολάμβανα.
Μετά όμως από κάποιες γνωστές κλασσικές μελωδίες, ακουγόντουσαν κάποιοι ήχοι που προέρχονταν από πιάνο μεν, αλλά δεν το έλεγες μουσική αυτό.
Μια μέρα μου λύθηκε η απορία.
Το ζευγάρι είχε μια κορούλα που γεννήθηκε με ειδικά χαρίσματα.
Τους είδα να περπατάνε κρατημένοι από το χεράκι. Στην μέση είχαν την κορούλα τους.
Αρκετές φορές τους έβλεπα τα απογεύματα να κάνουν τη βολτίτσα τους, περιποιημένοι, καθαροί και απόμακροι. Έμοιαζαν σαν να έρχονται από άλλη εποχή.
Κοίταζα την βεράντα τους, είχε πολλά όμορφα λουλούδια και αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι δεν είχαν επισκέψεις.
Τουλάχιστον εγώ δεν είχα δει ποτέ.

Ο καιρός πέρασε.
Οι φιγούρες της οικογένειας ακολούθησαν την ακούσια φθορά που φέρνει ο χρόνος.
Τα κορμιά τους έγειραν μπροστά, τα γυαλιά τους με πιο χοντρά κρύσταλλα, τα μαλλάκια τους γκρίζαραν, άσπρισαν, αραίωσαν.
Τώρα και μια μαγκουρίτσα υποβάσταζε τον μπαμπά.

Τα χέρια τους στη βολτίτσα τους ήταν πάντα ενωμένα.
Τα απογεύματα ακουγόταν πρώτα η όμορφη μελωδία, ύστερα η παράτονη μάχη με τα πλήκτρα, που έμοιαζε με γρατσούνισμα.
Μετά έπιναν το καφεδάκι τους στο μπαλκόνι τα καλοκαίρια. Μόλις έπεφτε ο ήλιος έβγαιναν να περπατήσουν πάντα οι τρεις τους, κρατημένοι από τα χέρια τους.
Ο μπαμπάς στήριζε με το μπαστούνι του και τους τρεις.

Έφτασε η μέρα που έφυγε πρώτος ο μπαμπάς.
Η μανούλα τώρα με κάτασπρα μαλλάκια κρατούσε από το ένα χέρι την κορούλα και από το άλλο τη δική της μαγκουρίτσα.

Συνέχισαν την συνήθεια της απογευματινής βολτίτσας οι δύο τους, περπατώντας πιο αργά, πιο σκυφτά, αμίλητες, σκεπτικές.
Κοιτώντας τες, σκεφτόμουν, πόσο πόνο άραγε, να κρύβει η ψυχούλα τους.
Ποτέ όμως δεν τον έδειξαν, η αξιοπρέπειά τους ήταν υποδειγματική.

Υπάρχουν άνθρωποι που θαυμάζω πολύ, νιώθω ένα χάδι μέσα μου όταν βλέπω ότι η δύναμη και η αντοχή του καθενός καθορίζεται από τη θέληση του για ζωή.

Την Κυριακή λοιπόν, μανούλα κόρη, βγήκαν για την συνηθισμένη βολτίτσα τους
Αυτή τη φορά είδα να κρατιούνται πάλι από το χεράκι, αλλά τώρα κρατούσε και η κόρη ένα μπαστουνάκι.
Η μανούλα με κάτασπρα μαλλάκια, ήταν φανερά αδυνατισμένη κι εξασθενημένη, με μια αδιόρατη θλίψη στο ρυτιδωμένο κατάλευκο πρόσωπο της.

Έκανα μια ανθρώπινη σκέψη.
Τι θα γίνει αυτή η κόρη όταν φύγει από τη ζωή και η μανούλα της.

Σήμερα δυστυχώς, βγαίνοντας από το σπίτι, είδα τα κηδειόχαρτα στον τοίχο κολλημένα έξω από το σπίτι τους.
Μούδιασα ολόκληρη.
‘Ενα δάκρυ αποχαιρετισμού κύλησε από την καρδιά μου.

Έφυγαν μαζί, μάνα και κόρη.
Τις βρήκαν ξαπλωμένες στο κρεβάτι, κρατημένες από το χεράκι, όπως πάντα.

Το πιάνο της κόρης, το βρήκαν ζωγραφισμένο με πολύχρωμες πινελιές. ‘Ηταν η μουσική που ένιωθε μέσα της, στον δικό της κόσμο και που αποτύπωσε με τον μοναδικό τρόπο στο πιάνο που την συντρόφεψε σε όλη της τη ζωή.

Αυτή μάλλον, ίσως να ήταν μια μορφή συγγνώμης για την ταλαιπωρία προς το πιάνο της.
Προσπαθούσε να μάθει κι αυτή να παίζει πιάνο, τόσο όμορφα, όσο όμορφα έπαιζε η μανούλα της.

Μιραμπέλλα Γ.Σ.Α. ©️ 25-6-2019

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.