-γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης
Η γραφή ήταν το πεπρωμένο μου. Ήμουν πλέον ένας καταξιωμένος συγγραφέας. Έγραφα, διέγραφα, συνέγραφα. Έφτασε και η εποχή να πηγαινοέρχομαι στο εξωτερικό προκειμένου να δίνω διαλέξεις και να παρουσιάζω τα έργα μου.
Την περασμένη άνοιξη, ο εκδοτικός οίκος «Λεοπόλντ» που είχε την έδρα του στις Βρυξέλλες, με κάλεσε σε μια εκδήλωση να μιλήσω για τις αλληγορίες στα βιβλία μου. Βρέθηκα λοιπόν στο Βέλγιο για μια εβδομάδα. Μια μέρα ή μάλλον μια νύχτα, στο ξενοδοχείο το οποίο διέμενα, είχαν μουσικοχορευτικά δρώμενα. Δεν είχα κάποια άλλη υποχρέωση και κατέβηκα στο σαλόνι να πιώ ένα ποτό και να ακούσω λίγη μουσική.
Έπιασα ένα τραπέζι, αρκετά κοντά στο κέντρο του σαλονιού. Από εκεί παρατηρούσα με ενδιαφέρουσα αδιαφορία τον κόσμο. Κάποια ζευγάρια λικνίζονταν -λίαν επιτυχημένα- στους ρυθμούς της μουσικής. Το κλίμα ήταν γιορτινό, όπως ταιριάζει σε μια ευρωπαϊκή πόλη που αποχαιρετά τον χειμώνα και υποδέχεται την άνοιξη. Μετά το δεύτερο ποτό, είχα αρχίσει να βαριέμαι. Ετοιμαζόμουν να πάω για ύπνο, όταν την είδα. Ήταν εκείνη, η μεγάλη μου αγάπη. Ο χρόνος δεν είχε επηρεάσει την ωραιότητά της, παρέμενε εξαιρετικά όμορφη. Χόρευε με τον σύζυγό της, ακριβώς μπροστά στα μάτια μου. Αιφνιδιάστηκα, ευχάριστα θα μπορούσα να πω. Βρήκα γρήγορα την αυτοκυριαρχία μου και σχεδόν αμέσως, ανέλαβα την επιχείρηση : προσοχή. Ο στόχος μου ήταν να την κάνω να με προσέξει. Την κοίταζα επίμονα πολλή ώρα, ήθελα να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Όσο όμως κι αν μόχθησα (με διάφορα κόλπα και αξιοπρόσεκτες κινήσεις), δεν φαινόταν να με προσέχει. Κάποια στιγμή έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος μου, με απάθεια. Υπήρξε μια επανάληψη σε αυτό, άνευ σημασίας. Έχουν κάτι τέτοια (μυστικά) όπλα οι γυναίκες. Συνέχισε να χορεύει ανέμελα. Με αγνοούσε επιδεικτικά και καλά έκανε.
Ένας σωρός από σκέψεις με κατέκλυσε. Ο χρόνος δεν είχε νεκρώσει τα αισθήματά μου, αν και πίστευα –ακράδαντα- το αντίθετο. Είχα να τη δω πάνω από δέκα χρόνια, για την ακρίβεια έντεκα χρόνια και δύο μήνες. Κάποτε ήταν η γυναίκα που πάνω της, τα ωραιότερα ουσιαστικά θηλυκού γένους, έβρισκαν την πλήρωσή τους : ομορφιά, εξυπνάδα, αδυναμία, ιδέα. Μα τώρα, ετούτοι οι καταραμένοι στροβιλισμοί ενίσχυαν τα ουσιαστικά με ουδέτερο πρόσημο: παράπονο, λάθος, τέλος.
Οι σκέψεις μου, προφανώς και δεν την αφορούσαν. Ήταν τα δικά μου πληγωμένα συμπεράσματα, οι δικοί μου θλιμμένοι απολογισμοί. Φαινόταν πραγματικά ευτυχισμένη, το ίδιο κι ο άντρας της. Τον ζήλευα, και μόνο που της μιλούσε. Ω, τι δεν θα έδινα να ‘μαι σαν εκείνον, να γεννηθώ μες στην ευτυχία, να μεγαλώσω μες σε ευχάριστα γεγονότα και συνήθειες, να κάνω λαμπρές σπουδές, να βρω ένα αξιοσέβαστο επάγγελμα, να κληρονομήσω περιουσίες και ασφάλειες ζωής και μετά να αποκτήσω μια γυναίκα σαν τη Έλενα. Ζήλευα θανάσιμα.
Μα οι στοχασμοί μου, γρήγορα εγκατέλειψαν τους χρονικούς εξωραϊσμούς και με έβγαλαν από τις αμφίσημες αναπολήσεις. Λειτούργησαν αυτόνομα και κάπως νομοτελειακά, φυσικά θα ‘λεγα. Κατευθείαν αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να ‘μαι σε όλη τη ζωή μου μια χρυσή μετριότητα, με παιδάκια, σπιτάκια, σύζυγο, καταθέσεις, χαριεντισμούς, ψευτοευγένειες και ως επιστέγασμα της ευτυχισμένης βιωτής διακοπές με παραμονή σε πολυτελή ξενοδοχεία. Όχι. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνουν κάπως αλλιώς τα πράγματα.
Το πνεύμα μου, που το καλλιέργησα με μόχθο και πόνο, δεν με οδήγησε σε καμιά μέτρια ευτυχία, αλλά στη δημιουργία. Και η γνώση που απέκτησα, δεν μ’ έκανε ανώτερο, έναν δανδή χλευαστή, ένα μισάνθρωπο της μικρής κοσμόπολης, απλά ενίσχυσε τη στοχαστική μοναξιά μου, την προσήλωσή μου στη βαθιά εξέταση των πραγμάτων και των προσώπων, ως το τέλος. Ο χωρισμός τελικά δεν μ’ έριξε στ’ ασθενούντα γηρατειά,. Ο μεγάλος πόνος έγινε μικρή πληγή. Είχε χτυπήσει την αχίλλειο πτέρνα μου, χωρίς να νεκρώσει την καρδιά μου. Πλήρωσα τον λογαριασμό και πήγα για ύπνο.