Διάβαζαν βιβλία μαζί και μετά συζητούσαν μέχρι να νυχτώσει.
-γράφει η «Μιραμπέλλα Αβίλλα» – Γεωργία Σπ. Αναστασίου

Τα ταξίδια με το τρένο της άρεσαν πολύ.
Από μικρή της άρεσαν, να τα βλέπει, να τα ακούει, να ταξιδεύει με αυτά.
Κοντινά ή και μακρινά ταξίδια.
-Υπάρχει μια μαγεία, που δύσκολα, μπορείς να εξηγήσεις, έλεγε η Δοξούλα στη γιαγιά της κάθε φορά που πήγαινε να την επισκεφτεί σε ένα απόμακρο, γραφικό χωριουδάκι που ζούσε με τον παππού της.
Ο παππούς της, ο Μάρκος, ήταν επιπλοποιός, καλλιτέχνης. Έφτιαχνε πολύ ωραία έπιπλα, τα σκάλιζε και τον προτιμούσαν όλοι για την όμορφη δουλειά του. Η Δοξούλα ήθελε να της μάθει να φτιάχνει κι αυτή διάφορα μικροπράγματα από ξύλο.
Το πρώτο της κατόρθωμα ήταν ένα κρεβατάκι για την κούκλα της. Την βοήθησε πολύ ο παππούς της να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο της. Μόλις το τελείωσαν, η Δοξούλα το έβαζε κάθε βράδυ, δίπλα στο κρεβατάκι της μαζί με την κούκλα της και αποκοιμιόντουσαν χαρούμενες. Η Δοξούλα και η Ζέφη, η κούκλα της.
Η γιαγιά της η Ποτούλα, ήταν δασκάλα.
Διάβαζαν βιβλία μαζί και μετά συζητούσαν μέχρι να νυχτώσει.
Ήταν οι καλύτερες μέρες της Δοξούλας όταν πήγαινε με το τρένο στο χωριό στον παππού και στη γιαγιά.
Οι γονείς της ήταν χωρισμένοι, ζούσε με τη μαμά της, η οποία εργαζόταν πολλές ώρες κι έτσι δεν μπορούσε να την χορτάσει.
Η Δοξούλα, έλεγε πως όταν τελειώσει το λύκειο, θα πάει να ζήσει στο χωριό με τον παππού και τη γιαγιά που τους είχε όλη μέρα κοντά της κι έκαναν όμορφα πράγματα που αγαπούσε πολύ.
Η Φανή, η μαμά της Δοξούλας στεναχωριόταν όταν άκουγε την επιθυμία της κόρης της, αλλά κατά βάθος σκεφτόταν ότι έχει δίκιο, ίσως κι αυτή να έκανε το ίδιο.
Η Δοξούλα ήταν μοναχοκόρη και αυτό την οδήγησε να πλάσει στο μυαλό της από μικρή μια ιστορία, ότι τάχα, έχει μια αδελφή και τις ώρες που έμενε μόνη στο σπίτι, μιλούσε, διάβαζε και τραγουδούσε με την Όλγα, τη φανταστική αδελφή της.
‘Ένα βράδυ, γύρισε νωρίτερα η μαμά στο σπίτι, κι άκουσε την Δοξούλα να μιλάει μόνη της…
Έτρεξε κοντά της ανήσυχη και της λέει:
-Σε ποιον μιλάς κοριτσάκι μου;
Η Δοξούλα ξαφνιάστηκε κι έβαλε τα κλάματα.
Η ανησυχία της μαμάς φούντωσε.
Την πήρε αγκαλιά προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει.
Τη χάιδευε, και την ρωτούσε γλυκά να της πει τι έχει.
Η Δοξούλα δεν ήθελε ν’ αποκαλύψει την μυστική αδελφή της στη μαμά της.
Η μαμά της την επόμενη μέρα επικοινώνησε με τον σύζυγό της, τον Ιάσονα,που ήταν γιατρός. Του είπε τι είχε συμβεί κι αποφάσισαν να βάλουν κάμερες και να παρακολουθούν τη Δοξούλα, μέχρι να καταλάβουν τι τρέχει.
Έτσι κι έγινε. Το πρώτο βράδυ, η μαμά είδε τη Δοξούλα να μιλάει να γελάει και να συμπεριφέρεται σαν να έχει ένα άλλο κοριτσάκι μαζί της.
Αυτό γινόταν κάθε μέρα.
Η μαμά πήρε τον μπαμπά πάλι τηλέφωνο και του ζήτησε να συναντηθούν να δουν μαζί τις κασέτες από τις κάμερες.
Η έκπληξη του πατέρα ήταν μεγάλη.
Με κοινή τους απόφαση πήγαν το κοριτσάκι σε κλινική για να το παρακολουθούν οι γιατροί…
Εδώ αρχίζει μια περιπέτεια της Δοξούλας χωρίς τέλος.
Τα φάρμακα, το περιβάλλον της κλινικής, η διακοπή από το σχολείο ήταν όλα οδυνηρά για τη Δοξούλα.
Τα ταξίδια με το τρένο τώρα τα έκανε με τη φαντασία της.
Μέσα της ένιωθε ότι δεν ανήκει στον κόσμο που της επιβάλλουν να ζει.
Και έτσι δραπέτευσε, πήγε στο χωριό κι έζησε εκεί για πάντα. Οι γονείς της έκλαψαν γοερά όταν τους τηλεφώνησαν από την κλινική λέγοντας τους ότι η δωδεκάχρονη κορούλα τους κατέληξε, την νύχτα στις 3.33 π.μ. έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη της.
Και ήταν Σάββατο, την μέρα που πήγαινε η Δοξούλα στο χωριό, να συναντήσει τη γιαγιά και τον παππού της.
Μιραμπέλλα Γ.Σ.Α. 3-6-2019