Δόξα τω Θεώ, σήμερα μπορούσα να ξέρω πού πονούσα, ποιο μέλος να προσέχω, για ποιο να παραπονιέμαι κόσμια, αν τυχόν με ρωτούσαν κι είχαν το ελάχιστο περιθώριο να δείξουν λίγο τυπικό ενδιαφέρον.
Τις περισσότερες φορές δεν ήξερα. Οι δαίμονες σκαρφίζονταν όλο και πιο πολύπλοκα συστήματα. Τους φτιάχνει αυτό, όσο τους τρέφει η δική σου απόγνωση.
Η πρώτη σκέψη ήταν «Δεν μ’ αγαπάς» Να του στείλω μήνυμα? Η δεύτερη ήταν όχι. Για τα αυτονόητα θα μιλάμε? Σε τι θα χρησίμευε? Είχε φύγει, έφευγε και απέφευγε, ήμουν ο εχθρός. Πότε έγινε αυτό? Ίλιγγος με πιάνει σαν σκέφτομαι ότι έχω ξαναπεράσει από εδώ. Αλλά η γύμνια του τοπίου δεν βοηθάει. Πρέπει να φύγω ακόμα πιο μακριά.
– Δεν μπορείς να γράψεις, μου είπε.
– Πού το ξέρεις? τον ρωτώ.
– Έχεις περάσει στο τρίτο στάδιο, μου λέει ανασηκώνοντας τους ώμους.
– Δηλαδή?
– Στο πρώτο στάδιο δεν μπορείς, αυτό το ξέρεις, μου απαντάει με υπομονή ενήλικα προς νήπιο.
Νεύω καταφατικά. Αυτό το ξέρω. Ξέρω ότι όταν πονάς, είσαι έρμαιο του πόνου, δεν μπορείς να σκεφθείς, δεν μπορείς να δράσεις, δεν μπορείς καν να χαλαρώσεις αρκετά ώστε να κοιμηθείς. Ευτυχώς που σήμερα κοιμήθηκα λιγάκι. Η μέση δεν είναι τίποτα, την βολεύεις. Τα πόδια είναι το άσχημο, όταν πρήζονται δεν μπορείς να σηκώσεις το βάρος και πώς να πας μετά στη δουλειά?
Η δουλειά… μπορεί να περιμένει. Πώς να πεις «Καλημέρα σας» στους συναδέλφους, πώς να πεις «Χαίρετε» στον Διευθυντή, να δώσεις στους μυς σου το σχήμα του χαμόγελου, άσ’ το καλύτερα. Αργότερα. «Είχε πολλή κίνηση σήμερα». Τα συνηθισμένα.
Πρέπει να πιω οπωσδήποτε έναν καφέ.
Βρέθηκα ξανά στην καντίνα. Εκεί τον είχα πρωτοδεί. Φορούσε φόρμα, όπως όλος ο κόσμος. Για δουλειά θα ετοιμάζονταν, ίσως ήταν λίγο πριν αρχίσουν ή ένα είδος διαλείμματος. Υπήρχαν εργοστάσια στα γύρω, αλλά, αν έκρινα από την μυρωδιά ψαροκασέλας, ίσως να ήταν και νεώριο, δεν ξέρω.
Δίσταζα τι να πάρω. Όλα τα είδη της καντίνας ήταν βρώμικα, λίπη ξεχύνονταν από παντού, αλλά αυτή η ομοιομορφία του βρώμικου λίπους δρούσε καταπραϋντικά, δεν μπορούσαν να σε ξεγελάσουν. Εξάλλου είχαμε ντρεσάρει καταλλήλως το στομάχι μας.
Αλλά το δικό μου σήμερα ήταν κάπως ευαίσθητο. Άσε, μην είχαμε μετά καμμιά ιστορία με τα έντερα, μας έφτανε η μέση προς το παρόν.
– Έναν καφέ, αποφάσισα. Σκέτο. (Πόσο βρώμικος να ήταν ένας καφές?)
Ο καντινατζής κρέμασε μούρη. Θα χρειαζόταν λίγος χρόνος να ασχοληθεί με τον καφέ, κι οι πελάτες βιάζονταν.
– Φίλτρου, έσπευσα να προσθέσω. Ο φίλτρου δεν χρειάζεται χρόνο, είναι εκεί και ψήνεται, ώσπου πια δεν είναι καφές, μα ένα βρωμερό ύποπτο καταπότι . Μου έκανε. Ό,τι έπρεπε για σήμερα.
Ο Γλάρος ήταν ο μόνος γελαστός εκεί μέσα. Τον ονόμασα Γλάρο πρώτον επειδή βρώμαγε ψαρίλα και δεύτερον γιατί ποτέ δεν συστηθήκαμε επισήμως. Δεν χρειάστηκε κιόλας. Ήταν ο μόνος που με αναγνώρισε αμέσως, αβίαστα.
Είχα να το λέω, από μέσα μου φυσικά, ότι η στολή μου ήταν θαύμα τεχνικής παραλλαγής, γινόταν αυτόματα ένα με το περιβάλλον, σαν πεταλίδα στον βράχο, δεν την ξεχώριζες. Αλλά για έναν γλάρο ό,τι είχε σχέση με την θάλασσα ήταν το φαΐ του. Δεν ξεγελιόταν. Απορούσα γιατί άραγε να ερχόταν εδώ. Είχε ανάγκη ένας γλάρος να δουλέψει? Μάλλον το έκανε από περιέργεια. Ήταν εξακοσίων ετών και βαριότανε όλο τα ίδια. Μπορεί να ήταν μια άσχημη εποχή για γλάρους και να κρυβόταν κι αυτός. Κατά καιρούς έχουμε πια κι αυτές τις λαίλαπες, εκστρατείες κατά του θαλασσινού αλατιού ή κάτι τέτοιο. Χαλούσε την ζαχαρένια των βιομηχανιών που το κατασκεύαζαν τεχνητά, από σκουπίδια.
Ο Γλάρος απομακρύνθηκε νωχελικά, να μασουλήσει με την ησυχία του το ρυπαρό του σάντουιτς με σαρδέλες (Σαρδέλες?!). Τον ακολούθησα με τον καυτό καφέ στο πλαστικό ποτηράκι ανά χείρας. Πήγαμε λίγο πιο πέρα και καθίσαμε στο μαυρισμένο παραπέτο, λίγο πριν τα βράχια της προβλήτας.
– Τι έλεγες πριν για τα στάδια? τον ρώτησα.
– Στο δεύτερο μπορείς, μου απάντησε, τραβώντας μια γερή δαγκωνιά.
Οφείλω να του το αναγνωρίσω, ό,τι και να κάνει έχει μια κομψή γλαρίσια χάρη.
– Έχεις αποστασιοποιηθεί από τον πόνο, μπορείς να τον επεξεργαστείς, να του δώσεις σχήματα, ονόματα, συνέχισε. Είναι αυτό που λέμε λογοτεχνία, πρόσθεσε και τον πιάσανε τα γέλια. Αχνογέλασα κι εγώ.
– Και στο τρίτο? ρώτησα.
– Στο τρίτο ξέρεις πια ότι δεν σου χρειάζεται η λογοτεχνία
– Και τι θα κάνουμε, ρε Γλάρε, χωρίς λογοτεχνία?
– Θα ταξιδέψουμε, μου είπε απαλά.
Έβαλα τα κλάματα. Αλμυρά δάκρυα ανακατεμένα με τη ζάχαρη του καφέ που είχε μείνει στον πάτο του ποτηριού ( θα ξέχασε να την ανακατέψει ο καντινατζής, όπως ξέχασα κι εγώ να του πω πως δεν ήθελα ζάχαρη σήμερα, έχω περάσει στο τρίτο στάδιο, τα γλυκά που μου έδινε η γιαγιά μου όταν ήμουνα μικρή δεν μου κάνουν πια, έχω χάσει κάθε γεύση, έχει καεί η γλώσσα μου, οι νευρικές μου απολήξεις έχουν στομώσει, να φύγω, να φύγω! Να ταξιδέψουμε, είπε ο Γλάρος, πού? Για πού?)
Αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω. Έκλαιγα.
Ο Γλάρος με κοιτούσε σιωπηλά, ήρεμα, τρυφερά σχεδόν. Ήξερε πως το κλάμα θα μου έκανε καλό και με άφηνε να ξεσπάσω με την ησυχία μου.
Ήταν αλήθεια. Κλάμα από κλάμα διαφέρει. Τούτο-δω ήταν λύτρωση, γιατί είχα παρέα.
-Πού θα πάμε, Γλάρε?, ρώτησα μόλις κατάφερα να αναρουφήξω τη μύτη μου.
-Προς το παρόν στη δουλειά, μου είπε κι ανακλαδίστηκε. «Δεν ακούς την μπουρού?»
Πράγματι, κάτι σαν βοή, σαν βραχνιασμένη σειρήνα, ακουγόταν. Ήδη οι περισσότεροι εργάτες είχαν εγκαταλείψει την καντίνα και προχωρούσαν στο άνοιγμα του εργοστασίου. «Σαν την κοιλιά του τέρατος», σκέφθηκα. «Κακόμοιρε Ιωνά!»
– Ναι, απάντησα σκεφτικά, πρέπει να πάω στη δουλειά.
Σταυρούλα Αντζουλάκου,
Τρίτη, 8 Ιουνίου 2010