Ζεστασιά

«Δεν είναι λίγες οι φορές που αργεί να ξυπνήσει. Είναι τόσο ελκυστική η ζεστασιά, σε αντίθεση με την υγρασία της γκαρσονιέρας. Δεν λέει να σηκωθεί. Τριάντα χρόνια σηκώνεται και ξαναπέφτει.»
-γράφει ο SideliK_2


58ebc3dd2d648e681e84c9ee4b3ecf1d

Μες το διαμέρισμα, απόλυτη ησυχία. Μονάχα η βοή από τη φάμπρικα αντηχεί στα αυτιά του. Βγάζει άτσαλα τις μαύρες κάλτσες του, σα να παίζει κουτσό. Τις πετάει στο χαλί κάτω απ’ το ξύλινο τραπέζι από μαόνι. Δεν βγάζει τα ρούχα του ακόμη, η υγρασία τον πεθαίνει. Κάνει μια βόλτα στην κουζίνα για να ζεστάνει τα χτεσινά μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα και γεμίζει με βιασύνη το πιάτο του. Το στομάχι του δεν δίνει παρατάσεις. Γυρνώντας στο σαλόνι, χαζεύει για λίγο το κάδρο με την οικογενειακή φωτογραφία, ξεφυσάει και παίρνει απότομα το βλέμμα από πάνω του. Βγάζει το βρώμικο φούτερ και το τζιν παντελόνι και μένει με το φανελάκι και το σώβρακο. Η πολυθρόνα δίπλα στην τηλεόραση είναι ό,τι πρέπει για κρεμάστρα. Πού να τρέχει στο υπνοδωμάτιο. Βουλιάζει στον καναπέ μα γρήγορα πετάγεται πάνω. «Πού έβαλα το γαμημένο τηλεκοντρόλ;». Ήταν μπροστά στα μάτια του. Στριφογυρίζει τις μπαταρίες μέχρι να «πιάσει» και αρχίζει το ζάπινγκ. Σβήνει τα φώτα. Ανάβει τη σόμπα, το τζάκι του φτωχοδιαβόλου. Δεν παίζουν λεφτά για πετρέλαιο. Μασουλάει λίγα μακαρόνια, σκεπάζεται και συνεχίζει το ζάπινγκ. Όχι πολιτικές εκπομπές, όχι ταινίες δράσεις, τηλεπωλήσεις. Αυτές βαραίνουν τα μάτια του. Μασουλάει λίγο ακόμα. Κάνα εικοσάλεπτο μετά, κοιμάται του καλού καιρού.

Δεν είναι λίγες οι φορές που αργεί να ξυπνήσει. Είναι τόσο ελκυστική η ζεστασιά, σε αντίθεση με την υγρασία της γκαρσονιέρας. Δεν λέει να σηκωθεί. Τριάντα χρόνια σηκώνεται και ξαναπέφτει. Απλά για να ξανασηκωθεί. Τα υπόλοιπα φαντάζουν περιττά, η ακαταστασία βασιλεύει. Τα παντζούρια κλειστά επί μονίμου βάσεως. Ίσως αυτό να φταίει για τη μυρωδιά μούχλας και την υπνηλία.

Παρασκευή, ημέρα λύτρωσης. Αύριο είναι το μόνο Σάββατο του μήνα που δεν δουλεύει. Πονάει σύγκορμος. Το ‘χει ανάγκη όμως να σηκωθεί. Νωρίς – νωρίς, θα πιει τον περιποιημένο ελληνικό του θα κάνει ένα τσιγάρο και θα κατηφορίσει την Ευελπίδων, προς το πεδίο του Άρεως. Λίγο περπάτημα, ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης και μερικά ψίχουλα για τα περιστέρια. Είπαν θα χει κρύο αλλά τι μέσα τι έξω. Λίγη ψύχρα να τρυπάει το παλτό του και μια κοφτερή λάμψη από τον ήλιο για να σπάει την υγρή ατμόσφαιρα. Σαν την σόμπα που απόψε λάμπει λίγο παραπάνω. Σβήνει το τελευταίο τσιγάρο κι αφήνει τον τηλεπωλητή να τον νανουρίσει. «Με την καινούρια μας σόμπα αλογόνου, εξοικονομείτε ενέργεια και χρήματα. Τηλεφωνήστε τώρα και ξεχάστε τις κουβέρτες.»

Η φλόγα σιγοκαίει το μάλλινο σκέπασμα που προεξέχει. Τα κρόσσια από το χαλί τσουρουφλίζονται σαν κάστανα. Κι οι ήχοι από τις σειρήνες ξύπνησαν τα περιστέρια λίγο νωρίτερα. Θα χρειαστεί να ψάξουν λίγο παραπάνω για τροφή αυτό το ξημέρωμα.

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ζεστασιά

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.