«Φιλοσοφία μιας θανατηφόρας επιδημίας»

«Λέγαν πως όλο αυτό έμοιαζε με πόλεμο, αλλά δεν έμοιαζε. Επρόκειτο για κάτι άλλο. Δεν υπήρχε ξεκάθαρος εχθρός, δεν υπήρχαν μάχες, υπήρχε μονάχα η αδυναμία της ανθρωπότητας και πτώματα που σωρεύονταν…»

– γράφει η Αντωνία Κώστα- Φώτη


filosofia epidimias 

Ξύπνησε αργά. Νοερά έψεξε τον εαυτό της για αυτό, γιατί, σαν τους σοφούς ναυαγούς που χάνονται για πάντα σε παντέρημους ξερότοπους, ήθελε να διατηρεί μια σαφή ρουτίνα μέσα στο χάος της χρονικής αταξίας που είχε επιφέρει ο ιός. Είχε περάσει κιόλας, με την γοργή αργότητα μιας προθεσμίας για θανατική ποινή, ένας χρόνος. Ένας χρόνος γεμάτος θάνατο και φόβο, με γκρεμισμένη οικονομία και σκοτωμένες ελπίδες ανάκαμψης. Πλέον όμως η παρούσα πραγματικότητα έμοιαζε η σωστή, και η προηγούμενη, η πραγματικότητα που όλα ήταν φυσιολογικά, έμοιαζε σαν ένα μακρινό ψεύτικο όνειρο.

Δεν είχε πολύ χρόνο, γιατί σκοτείνιαζε νωρίς και το βράδυ απαγορευόταν η κυκλοφορία εντελώς. Έπρεπε να πάει για μερικές προμήθειες κι ύστερα θα χανόταν στα άδυτα του μικροσκοπικού της διαμερίσματος για αρκετές ημέρες, παρέα με τα βιβλία και τις σκέψεις της.

Περπάτησε στην άδεια πλατεία γρήγορα και δεν μπόρεσε, παρά τις συνθήκες, να μην απολαύσει ακούσια τον όμορφο μεσημεριάτικο ήλιο που έμοιαζε εντελώς ατάραχος απέναντι στα δεινά της ανθρωπότητας. Ο κόσμος ήταν όμορφος χωρίς τη φασαρία των ανθρώπων. Ήταν όμορφος χωρίς σκουπίδια, χωρίς καυσαέριο, χωρίς ανθρώπους με θυμωμένα πρόσωπα. Κι ήταν ωραία να περπατάς χωρίς να χάνεσαι μέσα στο αδιάφορο πλήθος, χωρίς να ζαλίζεσαι από τις ματιές γεμάτες εχθρότητα που έπεφταν πάνω σου. Η φονική πανδημία είχε ανακουφίσει τους παρίες της κοινωνικής αδικίας.

Για να πούμε την αλήθεια, αυτή η ζωή τυφλοπόντικα, δεν ήταν κάτι καινούργιο για την Εύα ούτε είχε προκύψει λόγω του ιού. Πάντα έτσι ζούσε λίγο πολύ, λόγω ενός σπάνιου γενετικού νοσήματος που την είχε χτυπήσει από την εφηβεία και γέμιζε το σώμα της διαμπερείς πληγές. Ήταν αυτό που οι φυσιολογικοί ονόμαζαν «χρόνιος ασθενής» με την αποστασιοποιημένη συγκατάβαση των δήθεν υγειών . Και είχε και τα “ψυχολογικά της” όπως λέγαν γενικόλογα οι “λογικοί”, που σήμαινε πως είχε ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και άγχος υγείας από τα παιδικά της χρόνια. Όταν οι υπόλοιποι άνθρωποι ζούσαν φυσιολογικά, εκείνη ζούσε αυτόν τον συνεχή τρόμο για τον θάνατο. Όλη της τη ζωή, από μικρό παιδί. Όμως αυτά τα σύνορα μεταξύ τους είχαν εδώ και καιρό γκρεμιστεί. Γιατί η καινούργια πραγματικότητα έκανε όλους τους υπόλοιπους να δουν τη γλύκα της ζωής όσων έπασχαν για χρόνια στη σιωπή, όσο εκείνοι διασκέδαζαν στην φασαριόζικη προνομιούχα ζωή τους. Έφερε το θάνατο πιο κοντά σε αυτά τα φλύαρα παγόνια που άλλοτε έλεγαν με επίπλαστο θάρρος «δεν φοβάμαι το θάνατο». Έκανε τους φυσιολογικούς να χλωμιάσουν από τον τρόμο που τους προξενεί το ενδεχόμενο του άμεσου αφανισμού τους. Οι άνθρωποι που λένε ότι δεν φοβούνται το θάνατο, δεν τον έχουν σκεφτεί ποτέ στα αλήθεια, αυτό πίστευε η Εύα, που τον φοβόταν, αλλά είχε μάθει εδώ και χρόνια να ζει μαζί του, να τον βλέπει ως μία συνεχή πιθανότητα, ως φίλο σχεδόν.

Ήταν κάπως κωμικό, και το σκεφτόταν αυτό χωρίς να νιώθει σκληρή, που οι «φυσιολογικοί» άνθρωποι ξαφνικά μπήκαν στα δικά της παπούτσια, μέσα σε μια νύχτα, απροετοίμαστοι. Πολλοί από αυτούς δεν τα κατάφεραν. Ήταν υπερβολικά χαμένοι στην οκνηρή ιδέα της αθανασίας που τους είχε χαρίσει η αποχαύνωση της καθημερινότητας και δεν πρόλαβαν να μάθουν να ζουν στις νέες συνθήκες. Και η βιολογία δεν συγχωρεί την αργοπορία όταν έρχεται η στιγμή της δικής της κρίσης. Η καθημερινότητα τους χάθηκε. Τα δικαστήρια έκλεισαν, οι δημόσιες υπηρεσίες απλοποιήθηκαν και απώλεσαν τον τρομερό τους όγκο, οι εκκλησίες μαντάλωσαν τις βαριές ανώφελες πόρτες τους. Οι φυσιολογικοί έχασαν ένα-ένα τα καταφύγια τους. Άρχισαν να φοβούνται ο ένας τον άλλον, άρχισαν να βλέπουν με καχυποψία τους οικογενειάρχες που κυκλοφορούσαν με τις παιδικές αρρώστιες των μωρών ανάμεσά τους, άρχισαν να χάνουν την αίσθηση του χρόνου που καθοριζόταν μονάχα μέσα από τις επίπλαστες εορτές και επετείους που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είχαν κάνει τον κόπο να μάθουν την ιστορική τους σημασία. Βρέθηκαν μόνοι με τους εαυτούς τους. Και το κενό που αντίκρισαν ήταν αβάσταχτο, αχανές, αβυσσαλέο.

Κι ύστερα ήρθε ο θάνατος. Όχι ο θάνατος για τους αιώνιους Άλλους. Ο θάνατος για μας, ο δικός μας θάνατος. Και δεν ήταν ένας θάνατος εύκολος, ένας θάνατος που μπορούσες να χωνέψεις γιατί τον περίμενες, ούτε ο θάνατος που μπορούσες να ξορκίσεις πίνοντας καφέ και κάνοντας κουτσομπολιό μετά την κηδεία. Ήταν ένας θάνατος γοργός, που δεν σε περίμενε, που δεν σου έδινε τη δυνατότητα να τον γνωρίσεις, που απλώς περνούσε από μέσα σου και άφηνε πίσω του ένα ντροπιαστικό κουφάρι που άλλοτε ήσουν εσύ.

Λέγαν πως όλο αυτό έμοιαζε με πόλεμο, αλλά δεν έμοιαζε. Επρόκειτο για κάτι άλλο. Δεν υπήρχε ξεκάθαρος εχθρός, δεν υπήρχαν μάχες, υπήρχε μονάχα η αδυναμία της ανθρωπότητας και πτώματα που σωρεύονταν. Όχι πως δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Η ανθρωπότητα είναι γεμάτη από καταστροφές, από πανδημίες, από θανατηφόρες συνδηλώσεις των επιλογών της. Διφθερίτιδες, ευλογιά, μαύρη πανώλη, σύφιλη. Οι πρόγονοι μας υπέκυψαν εξίσου σε ιούς και ασθένειες δυνατότερες από εμάς. Η διαφορά είναι ότι εκείνοι, είχαν επίγνωση της αδυναμίας τους. Αν και κάθε φορά, η ανθρωπότητα φέρνει στο μυαλό της ένα υποτιθεμένο τέλος των καιρών, μια τελεολογική κατάληξη θρησκευτικής σημασίας, γιατί δεν μπορεί να χωνέψει πως ο κόσμος, το σύμπαν, μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει παρά την έκλειψη της ανθρωπότητας. Εκτός αυτού, οι σύγχρονοι μας ήταν υπερβολικά αφοσιωμένοι στο σενάριο μιας παντοδύναμης ανθρωπότητας, έτσι που δεν σκέφτηκαν ποτέ το ενδεχόμενο να συμβεί κάτι τόσο απλό και ιστορικά σύνηθες και φονικά συνεπές, όσο μια πανδημία και να μας αφανίσει όλους. Κομπιάζαμε για τα επιτεύγματα μας και οι μύθοι μας κατέρρευσαν με έναν τοσοδά ιό.

Η υστερία των δυτικών ήταν πρωτοφανής τον πρώτο καιρό. Στον λεγόμενο τρίτο κόσμο, οι άνθρωποι βίωναν κάθε μέρα ανάλογες προκλήσεις, γιατί το μερίδιο που τους είχαμε δώσει ήταν αρκετά πιο πλούσιο σε θάνατο, φτώχεια, πείνα, αγωνία, κι έτσι δεν τους έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ήταν άλλο ένα καρφί στο φέρετρο που τους είχαμε δωρίσει. Όταν όμως ήρθε η σειρά των προνομιούχων, τα έχασαν, άρχισαν να τραυλίζουν ασυναρτησίες, κατάλαβαν την κενότητα της ζωής που ζούσαν ως τότε. Μερικοί προσπάθησαν να κρατήσουν για κάποιο διάστημα μια κάποια επίφαση του παλαιού υποτιθέμενου πολιτισμού. Τραγουδούσαν με φανφαρώδη κρωξίματα τους εθνικούς ύμνους στα μπαλκόνια, προσεύχονταν στους παλιούς θεούς της ανθρωπότητας, ζητούσαν νοερά συγνώμη από τη φύση και όσους έβλαψαν, λες και το θεϊκό στοιχείο που υποτίθεται πως τους τιμωρούσε, θα απέσυρε την τιμωρία με τη βιαστική συγνώμη τους, κατόπιν εορτής. Αλλά σύντομα σταμάτησαν να πιστεύουν πια στα παραμύθια. Και βυθίστηκαν ολοκληρωτικά στον αβάσταχτο πυθμένα της απόγνωσης.

Όσο για την Εύα, είχε πια λυτρωθεί. Η γενική καταστροφή ήταν σαν να ξόρκισε ξαφνικά το εσωτερικό της μαράζι, σαν επιτέλους να βρήκε την δικαίωση που έψαχνε τόσα χρόνια. Ήταν πια η δυνατή σε μια κοινωνία παράλογων και τρομοκρατημένων. Η φυσική επιλογή την είχε παραδόξως δικαιώσει. Και ζούσε καλά. Ζούσε ψύχραιμα. Ζούσε διαβάζοντας. Ζούσε ξέροντας πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Πως ποτέ δεν ήταν. Για κανέναν.

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.