– από τον Ευ Ρους

Λίγο χώμα σηκώνεται στον αέρα.
Μια αχνή μουσική, ακούγεται από κάποιο μακρινό στέρεο. Μπορεί να είναι η ίδια η νύχτα και η ένταση της στιγμής που κάνει την ακοή μας να αυταπατάται. Δεν έχει σημασία. Η στιγμή συνεχίζεται σαν σεκάνς. Είναι λες και βλέπουμε από μία οθόνη. Δεν δίνουμε σημασία στις υπόλοιπες λεπτομέρειες.
Τα φώτα, οι περαστικοί, τα τελευταία πλοία που μπαίνουν στο λιμάνι. Oλα αχνά πρίσματα. Δεν έχουμε αντιληφτεί περί τίνος πρόκειται. Το βλέμμα μας, κολλημένο στις δύο απροσδιόριστες μορφές Λες και αυτός που μοντάρει τη σκηνή, θέλει κάτι να προσέξουμε.
Ξαφνικά, απόκτούμε ήχο.
Η γυναίκα μιλάει: »Απόψε θα φύγεις χωρίς εμένα. Πηνελόπη σε απομίμηση. Ξέρω δεν θα ξανά έρθεις. Φοβήθηκα τα χρώματα της νύχτας και τον καπνό του τελευταίου τσιγάρου. Τα μικρότερα πράγματα την στιγμή του αντίο, είναι που στοιχειώνουν περισσότερο. Βεγγαλικά σαν την πρώτη μας νύχτα. Θυμάσαι; Τώρα φεύγεις. Είπα… μόνο εσένα μπορώ να περιμένω. Μάταια. Γιατί άλλος εσύ δεν έχει υπάρξει. Θέλω να πέσω στο κενό μαζί με τον έρωτα μας.. Ιδανικά, εκεί θα ήθελα να κλείσω ότι ζήσαμε μαζί με το φιλί που δεν θα νιώσω. Ας αποχωριστούμε στο σκοτάδι, γι’ άλλο σκοτάδι, πιο βαθύ. Να ξέρεις πως είχα ένα πάντα να σου δώσω. Τώρα κλεισμένο σε ντουλάπι θα μείνει μαζί με το πρώτο γράμμα που μου έγραψες. Σ’ αγαπώ. Μην φύγεις. ‘‘

Την στιγμή αυτή βλέπουμε τον άνδρα να δίνει στην γυναίκα ένα χαρτάκι και νωχελικά να απομακρύνεται δίχως να κοιτάξει διόλου πίσω. Ο άγνωστος που ορίζει τι βλέπουμε, κάνει ζουμ στο πρόσωπο της γυναίκας. Την βλέπουμε να διαβάζει το χαρτάκι.
Ένας λυγμός, κυλάει στο πρόσωπο της. Την ύστατη στιγμη έχουμε οπτική στο σημείωμα: ‘‘Είχαμε αποχωριστεί, πολύ πριν γνωριστούμε. Ευχαριστώ τον θεό της ποίησης για το λίγο που σ’ έζησα. Αντίο.»

