(Συνέχεια από το προηγούμενο)
«Η σύμβασή σας δεν θ’ ανανεωθεί· η εταιρεία δυσκολεύεται…».
Κι εκείνος θα δυσκολευόταν να βρει τον τρόπο να εξηγήσει στην Πόπη πως θα χρειαστεί ν’αναβάλουν ίσως για έναν χρόνο ακόμη τον γάμο τους. Δυσκολεύεται να σκεφτεί πώς θα έβρισκε τον τρόπο να πληρώσει το ενοίκιο, στο δυάρι που έμεναν και με τι τρόπο θα μπορούσε ν’αναστείλει την κατάσχεση του αυτοκινήτου του. Βυθιζόταν όλο και περισσότερο σε σκέψεις και στο αδιέξοδο που τον οδηγούσαν τα τελευταία γεγονότα. Δυσκολευόταν επίσης να πιστέψει πως ίσως η Πόπη, τον άφηνε. Δεν θ’ άντεχε να την χάσει, αλλά στο Ποπάκι του άρεσε η άνεση, το ωραίο ντύσιμο, τα ακριβά εστιατόρια…
Ένα δυνατό, αυτή την φορά και γαργαλιστικό γέλιο τον γύρισε στην πραγματικότητα και τον υποχρέωσε να σηκώσει το κεφάλι του. Εκείνη από το μπροστινό τραπέζι είχε μόλις σηκωθεί και διόρθωνε την μπλούζα της που προφανώς είχε χάσει τη φόρμα της από τις περιπτύξεις τους. Αυτή η πλάτη κάτι του θύμιζε, αλλά βιάστηκε να σηκώσει αδιάφορα τους ώμους και ν’ ασχοληθεί με το άναμμα του τσιγάρου του. Ο καφές του φάνηκε άνοστος, χωρίς άρωμα ενώ τον εύρισκε περισσότερο βαρύ και πικρό. Έσπρωξε το φλιτζάνι μακριά του κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες για ψιλά. Τράβηξε από το σακκάκι του δέκα ευρώ και τ’ άφησε μέσα στο ποτηράκι με τον λογαριασμό.
Πέρασε ξυστά από τον καναπέ με το ερωτευμένο ζευγάρι. Με την άκρη του ματιού του, πρόσεξε έναν ώριμο άντρα να γεμίζει, δύο κρυστάλλινα ποτήρια με κόκκινο κρασί. Το μανίκι ενός πανάκριβου κουστουμιού, είχε τραβηχτεί προς τα πάνω και κάτω από την ατσαλάκωτη μανσέτα του πουκαμίσου του, φιγουράριζε το φιρμάτο τετράγωνο ρολόϊ του. Βιάστηκε να πάρει το βλέμμα του από πάνω τους και προχώρησε προς την έξοδο. Λίγο πριν την γυάλινη πόρτα αντιλήφθηκε να τον καλούν ακριβώς από τη μεριά που μόλις είχε απομακρυνθεί.
Το γκαρσόνι, το οποίο στεκόταν πίσω από το ζευγάρι του καναπέ, χειρονομώντας, τού έδειχνε τα ρέστα από το δεκάευρο, που είχε αφήσει στο ποτηράκι με τον λογαριασμό. Κοκάλωσε σαν εικόνα κακοπαιγμένης ταινίας. Οι παλμοί του άρχισαν να τρελαίνονται και οι φλέβες του να φουσκώνουν και να μαυρίζουν. Μετά πάγωσε. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει από τους κροτάφους του και να περνάει στην ραχοκκοκαλιά του. Η Πόπη στεκόταν δέκα βήματα απέναντί του και αμήχανα έστρωνε, χωρίς να χρειάζεται, τα κοντά μαλλιά της. Ο συνοδός της είχε σηκωθεί κι έβγαζε από το δερμάτινο πορτοφόλι του εκατό ευρώ, κάνοντας νόημα στον νεαρό να κρατήσει τα ρέστα.
Ανέβαινε χωρίς να βιάζεται τα σκαλιά της οικοδομής. Χωρίς να μετράει τα πλατύσκαλα από όροφο σε όροφο, έφτασε στην ταράτσα. Η βροχή είχε δυναμώσει κι έφτιαχνε μικρά ρυάκια στην άκρη του τσιμέντου. Πλατσούριζε πάνω στο λιμνασμένο νερό και όσο περίσευε το έσπρωχνε στο κενό. Το σώμα του άρχισε να αιωρείται ενώ το κεφάλι του γέμιζε με παραισθήσεις. Στροβιλιζόταν με τη δίνη του αέρα έως ότου ο ίδιος, η εικόνα της και τα ποτήρια με το κόκκινο κρασί, έγιναν ένας τεράστιος λεκές πάνω στο πεζοδρόμιο.