«Τα λουλούδια»

Σηκώσαμε το στρώμα , το προσγειώσαμε πάνω στα κεφάλια μας και ξεκινήσαμε. Μπρος ο Μιχάλης, πίσω εγώ. – γράφει ο Γιάννης Τζαβέλλας

720_7a147c17dc2759da41d6454268b3bdabΚουβαλώντας το παλιό στρώμα από το κρεβάτι της γιαγιάς κατεβήκαμε τη σκάλα που καταλήγει στον κήπο. Το βλέμμα μου στις γλάστρες. «Τα λουλούδια σου προσφέρουν τη χαρά της φροντίδας», έλεγε η γιαγιά. «Την αγαπούσες», μου είπε με σιγουριά ο Μιχάλης δείχνοντας σαν να έπιασε την σκέψη μου. Τράβηξα την καγκελόπορτα πίσω μου για να κλείσει.

Βγήκαμε στο στενό δρομάκι και αφήσαμε για λίγο κάτω το στρώμα απ’ τα χέρια μας. «Θα μπω μπροστά», είπε, «θα πάμε από άλλο δρόμο, δεν είναι ανάγκη να δίνουμε εξηγήσεις σε όποιον γνωστό συναντούμε». «Ναι, αλλά κάνουμε κύκλο» του είπα. «Το σχολείο είναι πιο κοντά αν πάρουμε το δρόμο από την παλιά δεξαμενή». Τελικά πήγαμε από το δρόμο του Μιχάλη.

Σηκώσαμε το στρώμα , το προσγειώσαμε πάνω στα κεφάλια μας και ξεκινήσαμε. Μπρος ο Μιχάλης, πίσω εγώ.

Στις στροφές ο Μιχάλης προειδοποιούσε. «Τώρα αριστερά», «πάρτην λίγο ανοικτή». Ήταν σαν να ήμουν σε βάρκα και κρατούσα πηδάλιο. θυμήθηκα την ιστορία που μας διηγήθηκαν οι Σύροι. Το πηδάλιο, ο λάθος χειρισμός και η ανατροπή της βάρκας στα παγωμένα νερά του Αιγαίου λίγο έξω από τη Μυτιλήνη.
Μετά από μερικά λεπτά φτάσαμε στο σχολείο. Στην πύλη περίμεναν άνθρωποι από την γειτονιά. Άλλοι κρατούσαν πλαστικές τσάντες από Σούπερ μάρκετ με τρόφιμα και γάλατα και άλλοι σακβουαγιάζ με ρούχα και ζεστές κουβέρτες. Όλοι κρατούσαν κάτι στα χέρια τους και περίμεναν με ανυπομονησία να έρθει ο αρχηγός της κατάληψης του 1ου Λυκείου Μυτιλήνης.

Είχε βρέξει νωρίτερα και η ατμόσφαιρα ήταν υγρή. Τα μάτια μας κουρασμένα και πρησμένα από το ξενύχτι. Οι ανάσες μας άχνιζαν και η μύτη μας έσταζε. Αμέσως μετά έφτασε στην κεντρική πόρτα του σχολείου ο αρχηγός της κατάληψης. Μας έκανε δρόμο και περάσαμε.

Το στρώμα συνέχισε το ταξίδι του πάνω στα κεφάλια μας. Ταλαντωνόταν ωσάν να πέσαμε σε τρικυμία. Τα χέρια μας είχαν κουραστεί υπερβολικά. Ρώτησα που είναι ο Μάκης, το παιδί από τη γειτονιά που χτύπησε ένα- ένα τα κουδούνια και μας πληροφόρησε για τους Σύρους πρόσφυγες που βρήκαν κατάλυμα στο σχολείο. Κάποιος από μακριά μου φώναξε να πάω στο εργαστήριο χημείας.

Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Αν εξαιρέσουμε το σχολικό θρανίο με τη ζυγαριά και τα διάφανα στενόμακρα μπουκαλάκια επάνω άλλα και τον τεράστιο χάρτη με τα στοιχεία του περιοδικού πίνακα που ήταν καρφωμένος στον τοίχο, αυτή η αίθουσα, δε θύμιζε σε τίποτα εργαστήριο χημείας. Ήταν παντού τσάντες, τρόφιμα, εξάδες με εμφιαλωμένα νερά, και κουβέρτες.

Ο Μάκης μας περίμενε χαμογελαστός. Αμέσως μας είπε: «Αυτή η κατάληψη δε θα λήξει ποτέ αν δε γίνει το σχολείο μας όπως πρέπει να είναι όλα τα σχολεία του κόσμου και αν δεν τακτοποιηθούν κάπου καλά όλοι αυτοί οι άτυχοι και ταλαιπωρημένοι άνθρωποι που καταφθάνουν μέρα-νύχτα στο νησί μας». Δυο παιδιά προσφέρθηκαν να πάρουν το στρώμα για να μας ξεκουράσουν.

Στην είσοδο της αίθουσας, δίπλα από την σιδερένια πόρτα του εργαστηρίου στεκόταν και οι τρεις τους. Ο μπαμπάς, η μαμά και το κοριτσάκι. Αμέσως τους φαντάστηκα όλους μαζί να κοιμούνται στο στρώμα της γιαγιάς κάτω από μάλλινες κουβέρτες και το μικρό κορίτσι ενδιάμεσα. Μου φάνηκαν όμοιοι.

Ήταν η συγκρατημένη χαρά και η ξέχειλη ευγνωμοσύνη στα πρόσωπά τους που τους έκανε να μοιάζουν και να αφήνουν στην άκρη ακόμα και ηλικία, φύλο, ύψος. Ο μπαμπάς με τα μάτια και με ελαφριά υπόκλιση αλλά και η μαμά στην δική τους γλώσσα, κατάλαβα πως μας ευχαριστούσαν μέσα από την καρδιά τους γιατί και οι δύο τους συντονισμένα έβαλαν το χέρι στην καρδιά.

Το κοριτσάκι φορούσε ένα πολύχρωμο μπουφάν με λουλούδια στην μπροστινή όψη. Χαμογέλασε καθημερινά. Κοιτώντας την, ήρθαν ξανά στο μυαλό μου τα λόγια της γιαγιάς: «Τα λουλούδια σου προσφέρουν τη χαρά της φροντίδας».

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.