Η πρώτη μέρα της Αφροδίτης στο Ν.Α.

Τώρα που σας τα γράφω αυτά, 26 χρόνια αργότερα, τολμώ να πω ότι μου φαίνεται πως εκείνη την μέρα άνοιξα ένα μίνι ψυχωτικό επεισόδιο. Γιατί τους έβλεπα όλους σαν αγγέλους, που εκπέμπουν φως. – Γράφει η Αγνή Ιωάννου

NAΕίμαστε μπροστά σε μία γωνιακή νεοκλασική μονοκατοικία, με τέντα ανοιχτά όλα τα παράθυρα και ο Πλάτωνας με το χέρι του με ακουμπάει ελαφριά στην ιδρωμένη μέση μου και με οδηγεί προς τα σκαλιά της εισόδου. Μπαίνουμε σε ένα διάδρομο και δεξιά μας είναι το σαλόνι και η τραπεζαρία του σπιτιού, που τώρα είναι ενωμένα, με την πόρτα ανάμεσά τους ανοιχτή. Ο χώρος έχει μόνο καρέκλες ξύλινες και πλαστικές, και δυο τρία τραπεζάκια τοποθετημένα σε στρατηγική θέση ανάμεσά τους.

Αλλά τον χώρο τον προσέχω με το πίσω μέρος του μυαλού μου, από συνήθεια. Γιατί το μπροστινό μέρος του μυαλού μου (όσο έχει μείνει από δαύτο) έχει γεμίσει δέος. Επειδή, ανάμεσα στις καρέκλες, στέκονται άνθρωποι, σε πηγαδάκια ή δυο δύο. Κρατάνε φραπέδες στο χέρι, και μιλάνε και γελάνε. Και είναι όλοι ωραίοι σαν ολύμπιοι θεοί και ημίθεοι. Καθαροί, με ροδοκόκκινα μάγουλα, μαυρισμένοι από τη θάλασσα, γελαστοί. Ένας Απόλλωνας με βλέπει πρώτος και μου ρίχνει ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο και μετά γυρίζει και συνεχίζει την κουβέντα με έναν σταρ του σινεμά.

Είχα απομείνει να χάσκω αμήχανη δίπλα στον Πλάτωνα, σχεδόν κολλημένη επάνω του μην τυχόν και φύγει από δίπλα μου και μείνω μόνη μου. Αρχίζουν όλοι να μας πλησιάζουν, και να καλησπερίζουν τον Πλάτωνα, με αγκαλιές και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη.

Εγώ, μόνο που δεν κρύφτηκα από πίσω του, σαν τρίχρονο.
–Από ‘δω η Αφροδίτη, είναι παλιά φίλη με σύστησε ο Πλάτωνας.
Και με άρχισαν όλοι τις αγκαλιές.
Είμαι ιδρωμένη από τη χαρμάνα, και δε θέλω να με πιάνουν, ντρέπομαι. Αλλά έχουν όλοι μεγάλη φόρα κι αποφασιστικότητα, με βουτάνε και με αγκαλιάζουν σφιχτά.
–Καλωσόρισες! μου λένε χαμογελαστοί.
Ήρθε κι ο Απόλλωνας, και μου λέει
–Γειά σου Αφροδίτη! Πρώτη φορά, ε; Καλώς ήρθες! Και μου σκάει άλλο ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο.
–Γειά σου Αφροδίτη! Είμαι ο Άγγελος. Θέλεις καφέ;
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
–Έλα να σου δείξω που είναι.

Κοιτάω τον Πλάτωνα, απρόθυμη να φύγω από δίπλα του, αλλά εκείνος μου έριξε ένα ενθαρρυντικό γαλαζοπράσινο βλέμμα, μοιάζοντας να διασκεδάζει και λίγο μαζί μου.

Και έτσι, ακολουθώ τον Άγγελο μέσα στην κουζίνα. Εκεί ήταν και άλλοι που γύρισαν να με δουν, και μου χαμογέλασαν ή μου κούνησαν το κεφάλι σε χαιρετισμό. Κάποιοι έμοιαζαν τρομερά σοβαροί, και συζητούσαν με πάθος μεταξύ τους. Στη μέση της κουζίνας, στεκόταν ένα κορίτσι με μακριά σγουρά μαλλιά μέχρι τη μέση, πανέμορφη, σαν ουρί του παραδείσου ζωγραφισμένο από τον Μιχαήλ Άγγελο.

Της χαμογέλασα νευρικά, κι εκείνη με πλησίασε.
–Γειά, σου, είμαι η Σάσα. Πρώτη φορά έρχεσαι;
–Ναι. Είμαι η Αφροδίτη. Εεε με έφερε ο Πλάτωνας, συμπλήρωσα χαζά.
Μια σπίθα έλαμψε στο μάτι της.
–Ααα, μάλιστα. Καλώς ήρθες!

Προσπάθησα να φτιάξω τον καφέ, αλλά τα χέρια μου έτρεμαν και τα είχα χαμένα, οπότε, μου τον έφτιαξε ο Άγγελος. Ντράπηκα που τον έβαλα σε κόπο, οπότε τον αρπάζω άγαρμπα από τα χέρια του, τον ευχαριστώ και τρέχω μέσα να βρω τον Πλάτωνα.

Στο διάδρομο, πέφτω επάνω στον Αλέκο.
Από τη νευρικότητά μου, δεν τον αναγνώρισα, και πήγα να τον παρακάμψω για να μπω στο δωμάτιο.
–Ρε! κάνει ο Αλέκος γελαστός, η Αφροδίτη! Πώς από ‘δω;
–Αλέκο! Του λέω συγκινημένη. Σε έπαιρνα τηλέφωνο σήμερα και μίλαγε συνέχεια! Τελικά πήρα τον Πλάτωνα και με έφερε.
–Είναι χαλασμένο όλη μέρα σήμερα, και κάνει σαν να είναι κατειλημμένο. Καλώς ήρθες!

Περνάει το μπράτσο του στους ώμους μου, προστατευτικά, και μπήκαμε παρέα μέσα στο δωμάτιο.
Καθόμαστε δίπλα στον Πλάτωνα.
–Δε μου είχες πει πως θα φέρεις την Αφροδίτη από τα μέρη μας.
–Σάμπως το ήξερα; Με πήρε σήμερα τηλέφωνο, «μήπως να ερχόταν κάποια μέρα από τις ομάδες».
Ο Αλέκος γέλασε, διασκεδάζοντας, και αναρωτήθηκα τι ήταν το αστείο.
Γέλασε κι ο Πλάτωνας.
–Και τη βούτηξες και την έφερες, ε;
–Ε, τι θα έκανα!
–Γιατί γελάτε; Ρώτησα θιγμένη.
–Μανάρι μου, αν δε σε έφερνα σήμερα, θα εξαφανιζόσουν πάλι, δε θα ερχόσουν ποτέ. Έτσι είναι. «Να έρθω κάποια μέρα», συνήθως σημαίνει «δεν θα έρθω ποτέ». Γι αυτό γελάμε.
–Μα θα ερχόμουν! Διαμαρτυρήθηκα.
–Όταν κάποιος ζητάει βοήθεια, πρέπει να τη λάβει εκείνη τη στιγμή, λέει ο Αλέκος. Αλλιώς, τον ξανακαταπίνει το πιώμα. Θα τα καταλάβεις όλα σιγά σιγά, μην ανησυχείς. Το βασικό είναι πως τώρα είσαι εδώ
Δεν ήμουν σίγουρη αν γέλαγαν εις βάρος μου, το άφησα ανοιχτό.

Γενικά, έχω λιώσει μέσα μου, από εκείνο το πρώτο «καλωσόρισες» κιόλας. Όλες αυτές οι αγκαλιές, τα χαμόγελα… τα έχω χάσει.. Όπως κάθομαι, παρατηρώ όλους αυτούς τους ξένους που με καλωσόρισαν και με αγκάλιασαν και μέσα μου γλυκαίνει κάτι, και με πιάνει μια λαχτάρα, μια επιτατική ανάγκη να ανήκω εδώ, μαζί τους. Νιώθω να είμαι στο σωστό μέρος.

Μετά κάθονται όλοι, και κάποιος αρχίζει να μοιράζει κάτι χαρτιά, και μου δίνουν κι εμένα ένα.
–Με λένε Γιάννη και είμαι ναρκομανής, λέει κάποιος.
–Αυτός είναι ο συντονιστής, μου ψιθυρίζει ο Αλέκος σκύβοντας στο αυτί μου.
–Γειά σου Γιάννη! Απαντάνε όλοι εν χωρώ.
–Σας καλωσορίζω στη σημερινή συνάντηση των Ναρκομανών Ανωνύμων.
Και αρχίζει να διαβάζει κάτι από ένα χαρτί.
Όταν τελειώνει, αρχίζει να διαβάζει κάποιος άλλος.
–Με λένε Δημήτρη και είμαι Ναρκομανής, λέει και όλοι απαντάνε «Γειά σου Δημήτρη!».
Μετά, κάποιος άλλος.

Ο Πλάτωνας με σκουντάει ότι είναι η σειρά μου να διαβάσω.
–Εγώ; Του κάνω με τα μάτια, έντρομη. Κοιτάω χαμένα γύρω μου, και με τρόμο ανακαλύπτω όλων τα μάτια στραμμένα πάνω μου, χαμογελαστά, με ενθαρρυντικό ύφος, όπως κοιτάς ένα μωρό που μόλις είναι να κάνει το πρώτο του βήμα.
Αρχίζω να διαβάζω:
–Στο ΝΑ δεν έχουμε–
–Πες το όνομά σου, μου σφυρίζει ο Πλάτωνας.
–Α, εεε… με λένε Αφροδίτη. «Στο ΝΑ δεν έχουμε–
–Γειά σου Αφροδίτη! Απαντούν όλοι.
Κοκκινίζω (μέσα μου πάντα).

Αρχίζω να διαβάζω με φωνή που μόλις ακουγόταν, μπερδεύοντας τις λέξεις και κάνοντας σαρδάμ, αλλά όλοι συνέχισαν να κουνάνε το κεφάλι ενθαρρυντικά χαμογελώντας μου. Θα νομίσουν πως είσαι αγράμματη, λέει μια φωνή μέσα μου, έτσι ηλίθια που διαβάζεις. Δε μπορείς να διαβάσεις φυσιολογικά, σαν άνθρωπος;
Δεν κατάλαβα τι διάβασα εκείνη τη μέρα.

Μετά, σήκωσε το χέρι του ο Απόλλωνας.
–Με λένε Μάνο και είμαι ναρκομανής, είπε.
–Γειά σου Μάνο!
Ααα, Μάνο τον λένε.
Και άρχισε να μιλάει για δέκα λεπτά.
Κανείς δεν απαντούσε, όλοι άκουγαν.
–Ευχαριστώ, είπε στο τέλος.
Μετά σήκωσε κι άλλος το χέρι, και άλλοι, και όλοι μιλούσαν με τη σειρά, για λίγη ώρα χωρίς να τους διακόπτει κανείς.

Δεν θυμάμαι λέξη από ό,τι άκουσα εκείνη την Παρασκευή που άλλαξε η ζωή μου. Λέξη. Θυμάμαι μόνο πως λεπτό το λεπτό χαλάρωνα, και απολάμβανα την καλή ενέργεια που είχε εκείνο το δωμάτιο, και την αίσθηση του καλωσορίσματος. Αισθανόμουν καλά εκεί, ανάμεσα σε εκείνα τα παιδιά. Σπίτι.

Τώρα που σας τα γράφω αυτά, 26 χρόνια αργότερα, τολμώ να πω ότι μου φαίνεται πως εκείνη την μέρα άνοιξα ένα μίνι ψυχωτικό επεισόδιο. Γιατί τους έβλεπα όλους σαν αγγέλους, που εκπέμπουν φως. Όση ώρα κράτησε η ομάδα, αισθανόμουν πως άνοιξαν τα ουράνια και ακούγονταν ψαλμωδίες. Ο χρόνος σταμάτησε, και ήμουν σε άλλη διάσταση. Νόμιζα πως πέθανα και πήγα στον παράδεισο. Μια ώρα πριν, ήμουν σε μια κόλαση και πέθαινα, σε έναν εφιάλτη από τον οποίο δεν μπορούσα να ξυπνήσω, και ξαφνικά, βρέθηκα στον παράδεισο.

Μια ώρα πριν, αν με ρρωτούσε κανείς πώς φανταζόμουν το μέλλον μου, θα ανασήκωνα τους ώμους και θα του έλεγα, «Ξέρω ‘γω; Δεν έχω μέλλον μάλλον… Έχω σχεδιάσει να αυτοκτονήσω την πρώτη Σεπτέμβρη. Αλλά κι αν δεν το κάνω, ή που θα πεθάνω έτσι κι αλλιώς, ή φυλακή θα πάω, (σύντομα), η σε κάνα ψυχιατρείο. Εκτός κι αν βρω κάνα γκόμενο φραγκάτο με πολύ σταφ και έχω τουλάχιστον να πίνω.
Δεν θα μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο.

Και τώρα, μόλις μια ώρα αργότερα, έχουν αλλάξει όλα εντελώς. Ήξερα τι θα έκανα από δω και μπρος: Μέσα μου έχω μια στιγμή απόλυτης αποκάλυψης. Να, τι θα κάνω από δω και πέρα. Θα έρχομαι εδώ. Εδώ που με θέλουν όλοι. Θα έρχομαι εδώ, και θα γίνω κι εγώ υγιής, γελαστή με ροδοκόκκινα μάγουλα.

Παρόλο που το μυαλό μου, από την υπερβατική εμπειρία που ζούσα είχε χάσει τα λόγια του και το είχε βουλώσει για μια φορά, είχε δηλαδή «βγάνει τον σκασμό», όπως έλεγε κι ο κύριος Τάσος στο Δημοτικό, πρόλαβε να μου δημιουργήσει λίγη αμφιβολία: Κοίτα τους. Όλοι αυτοί δεν είναι πρεζάκια σαν κι εσένα, να δεις θα είναι τίποτα λάιτ χρήστες του Σαββατοκύριακου, γι αυτό είναι όλοι τόσο καλά.
Εσύ, α π ο κ λ ε ί ε τ α ι να γίνεις καλά.
Ναι, αλλά είναι εδώ ο Πλάτωνας κι ο Αλέκος. Αυτοί, δεν είναι χρήστες του Σαββατοκύριακου. Οπότε, είναι εντάξει, απάντησα στο μυαλό μου και αυτό λούφαξε πάλι.
Εξάλλου, ποσώς με ενδιέφερε τι ήταν. Με ήθελαν εδώ κι εγώ ήθελα να είμαι εδώ.

–Υπάρχει κάποιος σήμερα μαζί μας που έρχεται πρώτη φορά;
(Μαμά μου. Τώρα;)
Έχουν γυρίσει όλοι και με κοιτάνε. Κάποιοι που κάθονται στο μέσα δωμάτιο, σκύβουν για να με δουν. Όλοι ξέρουν σε ποιόν απευθύνεται η ερώτηση.
Σηκώνω διστακτικά το χέρι μου.

Τώρα, έχουν σταματήσει όλοι να κάνουν το οτιδήποτε έκαναν όλη την ώρα της ομάδας. Κοιτάνε εμένα. Κάποιοι τραβάνε την καρέκλα τους για να βλέπουν καλύτερα. Μέσα στο δωμάτιο είναι ίσως καμιά εικοσπενταριά άτομα.
–Εεε… με λένε Αφροδίτη… και είμαι…εεε…ναρκομανής.
–ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΑΦΡΟΔΙΤΗ! Σείεται το δωμάτιο.
–Δεν έχω κάτι να πω, χαίρομαι που είμαι εδώ.

screamΉταν η πρώτη φορά που είπα τα μαγικά λόγια: «Είμαι Ναρκομανής». Μόλις το είπα ένιωσα απίστευτη ανακούφιση. Μια λύτρωση καταλυτική διαπέρασε όλο μου το είναι. Σαν να κρατούσα την ανάσα μου χρόνια και τώρα επιτέλους την άφησα. Και αυτή η απάντησή τους… «Γειά σου Αφροδίτη!»… Ήταν η καθοριστική εκείνη στιγμή που ένιωσα πως ανήκω, είμαι μέρος της ομάδας. Ένιωσα σύνδεση, άμεση. Κάτι σπασμένο από χρόνια μέσα μου κόλλησε με σούπερ γκλου. Δεν αντιλήφθηκα τότε τι ακριβώς μου συνέβη, αλλά συνέβη.

Μετά από μιάμιση ώρα, η συγκέντρωση τελείωσε. Ο συντονιστής, ρώτησε ποιος έχει γενέθλια. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Μετά, ρώτησε:
-Είναι κανείς στο δωμάτιο που είναι μία μέρα καθαρός; Κανείς δε σήκωνε το χέρι του, και ο Πλάτωνας μου έδωσε μια αγκωνιά.
Τι; Ρώτησα με τα μάτια.
Εσύ, είσαι, σήκωσε το χέρι σου! Απάντησε με τα δικά του μάτια.
Σήκωσα το χέρι.
Όλο το δωμάτιο ξέσπασε σε χειροκροτήματα.

Σχεδόν δάκρυσα, ντράπηκα, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί και συγχρόνως πήρα τ’ απάνω μου. Όλοι αυτοί με χειροκροτούν που είμαι μια μέρα καθαρή; Σκέφτηκα. Εμένα;

Μμμ, σιγά τα ωά, είπε το κεφάλι μου (πάντα, όταν μου μιλούσε περιφρονητικά χρησιμοποιούσε τις λέξεις της μαμάς). Μμμ, τι μας λες, μέγα επίτευγμα, η Αφροδιτούλα είναι μια μέρα καθαρή…

Αλλά χαμογέλαγα. Δεν το έκανα επίτηδες, το χαμόγελο σκαρφάλωσε μόνο του στη μούρη μου. Αρχικά ήταν κάτω από τα μουστάκια μου, αλλά μετά έγινε πλατύ. Δεν ήταν από αυτά τα εκτυφλωτικά τα δικά μου που έριχνα κατά περίσταση. Ήταν αληθινό χαμόγελο, για πρώτη φορά μετά από πολλά, πολλά χρόνια.

Απόσπασμα από ένα βιβλίο,
που ακόμα δεν έχει συναντήσει τον τίτλο του.

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.