«Το μαντήλι»

Η γυναίκα περίμενε όρθια, δίπλα στο παράθυρο. Τα μάτια της ήταν τεράστια, σπηλαιώδη, βοούσαν σιωπηλά. Ο γιατρός πλησίασε. -γράφει η Σταυρούλα Αντζουλάκου

Ήμουν έξω στον διάδρομο και κάπνιζα, περιμένοντας.

[Βεβαίως, διάδρομος, τρόπος του λέγειν, μια που απαγορεύεται και δη στα νοσοκομεία. Έβγαινα λοιπόν στο προαύλιο, ρουφούσα ένα τσιγάρο, επέστρεφα στην αίθουσα αναμονής. Καλό αυτό, μπορούσα να κινούμαι. Μετρούσα τα βήματα και τα πλακάκια, σημάδευα τις γωνίες χωρίς λόγο, όπως, παιδί, σημείωνα νοερά τις πινακίδες των διερχομένων οχημάτων, μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου του μπαμπά μου.]

Σκεφτόμουν ότι πριν πολλά χρόνια κάποιος άντρας κάπνιζε έξω στον διάδρομο περιμένοντας να γεννηθώ. Και μετά από πολλά χρόνια κάποιος άλλος, περιμένοντας να γεννήσω. Τώρα ήταν η σειρά μου. Όχι πως δεν είχα περιμένει στη ζωή μου, άντρες και άντρες, μεταξύ άλλων. Μια ζωή στη χώρα του περίμενε. Όμως τώρα δεν ήταν για γέννηση, ούτε για αναγέννηση. Αυτό που περίμενα, ήταν το τέλος.

Η γυναίκα περίμενε όρθια, δίπλα στο παράθυρο. Τα μάτια της ήταν τεράστια, σπηλαιώδη, βοούσαν σιωπηλά. Ο γιατρός πλησίασε.

Μια άσπρη ρόμπα έρχεται κοντά μου. Με κοιτάει. Εμένα κοιτάει.

– Γιατρέ;
– Τον περιμένουμε, απάντησε.

Η γυναίκα τρέκλισε. Ο γιατρός έσπευσε να την πιάσει. Την στήριξε. Μετά την οδήγησε απαλά να καθίσει στον καναπέ.

Το χέρι του γιατρού ήταν λευκό. Έσφιγγε τρυφερά το δικό της. Κάτι έλεγε. Η φωνή του ήταν παρήγορη. Θα έπρεπε να απαγορεύεται να είναι τόσο ευγενικοί οι γιατροί. Ή μήπως ήταν άγγελος θανάτου;

Η γυναίκα έτρεμε σύγκορμη. Ο άντρας την αγκάλιασε. Η γυναίκα έσπασε. Το κλάμα της ήταν οχετός, κομμάτια από παλιές λάσπες κατρακυλούσαν από μέσα της. Ο γιατρός άντεξε.

– Ευχαριστώ, ψέλλισε στο τέλος.

handkerchiefΈψαχνε χαρτομάντηλο. Βρήκε κάνα-δυο χρησιμοποιημένα στην τσέπη της. Ο γιατρός έβγαλε από την δική του ένα μαντήλι και της το έδωσε. Μαντήλι! Από ποια δεκαετία ξεφύτρωσε; Σκούπισε τα μάτια και φύσηξε την μύτη της.

– Από πότε έχετε να κλάψετε;, την ρώτησε.
– Δεν θυμάμαι. Χρόνια. Με συγχωρείτε.
– Μην ζητάτε συγγνώμη, δεν υπάρχει λόγος.
– Στην αρχή έκλαιγα συχνά. Μετά σκλήρυνα, απολογήθηκε ξανά. Ήθελε να εξηγήσει.

Ο γιατρός δεν απάντησε. Την κοιτούσε όμως. Ήρεμα, με ενδιαφέρον, με γλυκύτητα (της φάνηκε).

– Τον έχανα λίγο-λίγο, συνέχισε. Πρώτα το χαμόγελο, μετά την λάμψη, μετά το σκίρτημα. Ξανάρχισε να τρέμει.
– Μετά το πρόσωπο Ξανά βούρκωμα. Πίεσε με το μαντήλι το στόμα.
– Ελάτε, για όλα υπάρχει λύτρωση, της είπε.
– Σωστά, μουρμούρισε. Έκανε να σηκωθεί, αισθανόταν βαριά, εκατό χρονών και βάλε.

Την βοήθησε να σηκωθεί. Κοιτάχτηκαν.
Έκανε να του επιστρέψει το μαντήλι, μα σταμάτησε στην μέση την κίνηση. Ήταν λερό, ντράπηκε.

– Κρατήστε το, της είπε σιγανά.
– Μα πόσα μαντήλια έχετε; Σε πόσες πονεμένες ψυχές δώσατε;
– Έχω την αντιπροσωπεία, κάγχασε.
– Θα σας ξαναδώ;
Τώρα γέλασε τρανταχτά.
– Θα αντέξετε, της είπε. Με τόσα χτυπήματα, και έχετε την δύναμη να φλερτάρετε!

Η γυναίκα χαμογέλασε. Ξαφνικά ο κόσμος σαν να ξαστέρωσε.
Εγώ πάλι πήγα για τσιγάρο. Κι έναν καφέ. Και, καλού-κακού, ένα πακέτο χαρτομάντηλα.
Τα μαντήλια σπανίζουν στις μέρες μας.

Σταυρούλα Αντζουλάκου,
13 Δεκεμβρίου 2014

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.