«Καθρέφτισμα στον καθρέφτη»

Ανθρώπινες σκιές εδώ κι εκεί, ξεχασμένες στο περιθώριο της ζωής, που επιβιώνουν σε άγονες και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. – γράφει η «Μιραμπέλλα Αβίλλα» – Γεωργία Σπ. Αναστασίου

MirabellaΠροπαραμονή Πρωτοχρονιάς του 2020!

Κόσμος έχει ξεχυθεί στους δρόμους της στολισμένης Αθήνας για τα ψώνια των γιορτινών ημερών. Παππούδες και γιαγιάδες, νέοι και παιδιά, συγγενείς και φίλοι, όλοι ψωνίζουν.
Ένα παράξενο κλίμα μελαγχολίας και χαράς μαζί, αγγίζει τις μέρες αυτές την ψυχή.
Χρόνια πολλά με υγεία, αγάπη ειρήνη, χαρά!
Με το καλό να έρθει το 2020!!!
Νέος χρόνος, γεμάτος όνειρα, ελπίδες και εκπλήξεις!

Προχωρώντας εκεί, στην πλατεία Βάθη, το κλίμα αλλάζει, συμβάλλει κι ο ουρανός που αρχίζει να σκοτεινιάζει. Άρχισε να ψιλοβρέχει και η βροχή κάνει πιο έντονη τη μυρωδιά που είναι βαριά και αποπνικτική. Πόσο βρώμικη είναι αυτή η περιοχή δεν μπορώ να περιγράψω. Λες και την έχουν σκόπιμα παραμελημένη και εγκαταλελειμμένη.

MagaziaΤα μαγαζιά λιγότερο στολισμένα από τις περασμένες χρονιές. Άλλα πάλι, καθόλου στολισμένα. Και κάποια κλειστά με κατεβασμένα ρολά, γεμάτα ακαταλαβίστικα συνθήματα και σχήματα.

Ανθρώπινες σκιές εδώ κι εκεί, ξεχασμένες στο περιθώριο της ζωής, που επιβιώνουν σε άγονες και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης.

Όλα εδώ, δείχνουν άρνηση για ζωή. Σπασμένα και βρώμικα πεζοδρόμια, κάποια αρχοντικά με λουκέτα στις πόρτες, παραπονεμένα, έρημα, με φώτα σβηστά.
Κορναρίσματα επίμονα, εφιαλτικά, από αυτοκίνητα πολυτελή που περνούν βιαστικά, κοιτώντας απαξιωτικά την άλλη όψη της ζωής. Κυρίαρχη η σκόνη, η βρωμιά, η αποφορά, η ερημιά και η θλίψη που καραδοκεί σε κάθε γωνιά.

Κάπου μέσα στο βάθος της σκοτεινής στοάς, μία νέα κοπελιά σαν τα κρύα δροσερά νερά, κάθεται σε εμβρυϊκή στάση, κάτω στο πεζοδρόμιο, έχοντας κολλήσει τη μύτη της στον μισοσπασμένο καθρέφτη. Σα να θέλει να περάσει από την άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέφτη.

Πασαλείβεται με κάτι μπογιές, βάφει τα χείλια της ξανά και ξανά, αδιαφορώντας για το σχήμα και το περίγραμμα τους. Με το ένα της χέρι μουτζουρώνεται, σα να μαλώνει το άλλο της χέρι που βάφει τα χείλια, τα μάγουλα, τα μάτια, το λαιμό, τον καθρέφτη. Λες και θέλει να σβήσει την ύπαρξή της.

Οι εκφράσεις αλλάζουν ταχύτατα, αλλά το βλέμμα της σταθερό και παγωμένο απέναντι στον καθρέφτη.
Τα ρούχα της μοιάζουν με την πορεία της ζωής της, πολύχρωμα, βρώμικα, ξεσκισμένα, ιδιόρρυθμα. Αδιαφορούν για την αρμονία, επιζητούν να εκφράσουν διαδρομές ανείπωτης ταλαιπωρίας, εγκατάλειψης και αδιαφορίας.

Η Σεμέλη, ζει στο δικό της συννεφάκι, συντροφιά με αυτά τα απραγματοποίητα όνειρα που οι περισσότεροι αγνοούν. Της άλλης όψης.
Τέτοιες στιγμές σκέφτομαι ότι η ζωή, μοιάζει σαν ένα μεγάλο κουτί δώρου.
Μ’ ένα ωραίο περιτύλιγμα, χρωματιστούς, μεγαλόπρεπους φιόγκους και μέσα στο κουτί χαρτάκια, χαρτάκια, χαρτάκια, που έτσι και φυσήξει εκείνη τη στιγμή ένας δυνατός βοριάς, τα χαρτάκια πετούν σαν αποδημητικά πουλιά, κι αφήνουν άδειο το κουτί.

Το δώρο πολλές φορές είναι τα χαρτάκια, και κάτι ίσως, που είναι ανάμεσα στα χαρτάκια και παρασύρεται από τον απρόσμενο άνεμο. Και που ίσως κάποτε, μεταμορφώνεται σε μία λευκή ανάμνηση.

Τα χαρτάκια παρομοιάζονται με τα συναισθήματα, που όταν φυσήξει ο δυνατός βοριάς, τα εξαφανίζει και αφήνει το κουτί, την ψυχή, άδεια. Σαν της Σεμέλης την ψυχή, που συνομιλεί με τον καθρέφτη προσπαθώντας να αδράξει μία στάλα ελπίδας από το πουθενά, από το τίποτα, από την ερημιά της ζωής της.

Η οικογένεια της Σεμέλης ζει μακριά της. Ποτέ όμως, δε νοιάστηκε γι’ αυτήν.
Λες, και δεν την γέννησε μάνα. Τα παιδικά της χρόνια, μια μπάλα από λάσπη. Σε κάθε βροχή μάζευε ό,τι έβρισκε στο δρόμο της. Καλό και κακό, χρήσιμο και μη. Σχολείο δεν πήγε ποτέ, γιατί κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την ανατροφή της και τη μόρφωσή της. Ζούσε από εδώ και από εκεί. Πότε στο δρόμο, πότε σε κάποιο σπίτι σαν οικιακή βοηθός, πότε σε κάποιο ίδρυμα για αποτοξίνωση.

Στα είκοσι δύο της χρόνια είχε ζήσει τόσα πολλά, και τι ειρωνεία; Τίποτα απ’ όλα όσα έχει γνωρίσει, δεν της έχει δώσει χαρά. Λες και κάποια βαριά κατάρα κουβαλούσε, στην, ήδη κυρτή, πλατούλα της, από πολύ παλιά. Εκείνη βέβαια, αισθανόταν μία χαρά. Όταν της μιλούσε κάποιος, χαμογελούσε γλυκά, αλλά σχεδόν ποτέ δεν κοίταζε κανέναν στα μάτια. Για εκείνη ο καθρέφτης της ψυχής της, ήταν έξω από το σώμα της. Γι’ αυτό ίσως, και ήταν ατελείωτες ώρες κολλημένη με τη μύτη στον καθρέφτη. Μέσα σ΄ αυτόν, τον φίλο της, ζούσε ο χαμένος κόσμος της.
Η Σεμέλη, αγαπούσε πολύ τα ζώα και πολλές κινήσεις της θύμιζαν γατούλα, πουλί, σκύλο, χελώνα.

Αλλά και αυτά την αγαπούσαν. Την συντρόφευαν πολλές φορές, ζεσταίνοντας την, τις κρύες νύχτες του χειμώνα, όπως ακριβώς τ’ αρνάκια, οι αγελάδες και τα γουρουνάκια στη φάτνη ζέσταιναν το μικρό Χριστό. Ζούσε στο δρόμο και έτρωγε, αν έτρωγε, ό,τι έβρισκε. Την είδα κάποια στιγμή, να μοιράζεται ένα κουλούρι με ένα σκυλάκι και δυο – τρία περιστεράκια.

Η Σεμέλη δεν ήξερε αν έχει αδέλφια, και ίσως να ήταν καλύτερα έτσι, γιατί όλος ο κόσμος ώρες – ώρες, ήταν αδέλφια της. Ακόμα κι ας μην την αγαπούσαν.
Εκείνη είχε ξεφύγει από την παγίδα της περιορισμένης αντίληψης περί αγάπης, περί ιδιοκτησίας, περί των…καθώς πρέπει τυπικών σχέσεων. Η έννοια της ελευθερίας ήταν πιο κοντά της απ’ ότι είναι σε κάποια άλλα κοριτσόπουλα, που την κοιτούσαν με περιέργεια και οίκτο, όταν περνούσαν από δίπλα της κρατώντας μία στοίβα σακούλες γεμάτες δώρα, ρούχα κι ένα σωρό άλλα πράγματα που νόμιζαν ότι έτσι θα γέμιζαν την ανιαρή ζωή τους.

Η αξιοπρέπεια της Σεμέλης ήταν αξιοθαύμαστη! Δε νοιαζόταν για τα εφήμερα στολίδια, αν και ποτέ δεν τα είχε.
Αυτό που βασάνιζε το ταραγμένο μυαλό της, την πονεμένη ψυχή της, ήταν το μυστικό της. Αυτό, που δεν είχε ως τώρα μοιραστεί με κανέναν και όσο το μοιραζόταν με τον καθρέφτη, αυτός το κρατούσε καλά φυλαγμένο, απ’ τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών.

Venissa-e-laguna-Paesaggi-11-2018-219Πολλές φορές έμπαινε τόσο βαθιά στον καθρέφτη, και τα είδωλά της ήταν τόσα πολλά, που αισθανόταν σαν μία βασίλισσα ανάμεσα στο βασίλειο της, που την αγαπούσε και πραγματοποιούσε κάθε επιθυμία της. Καμιά φορά όμως, ήταν άδικη με μερικά είδωλα. Όμως γρήγορα καταλάβαινε το λάθος της και ζητούσε συγγνώμη, επανόρθωνε αυτό το λάθος με ένα πλατύ, ναζιάρικο, γατίσιο χαμόγελο.
Έτσι τα είδωλα της ήταν όλα ευχαριστημένα, και κάθε τόσο έκαναν γιορτές προς τιμήν της.

Και φέτος την Πρωτοχρονιά, σε μία τέτοια γιορτή θα πήγαινε για ρεβεγιόν! Και σαν βασίλισσα που ήταν, έπρεπε να είναι πιο καλοντυμένη απ’ όλους. Έβαλε λοιπόν μπροστά, να φτιάξει το γιορτινό της ένδυμα. Το φαντάστηκε, κεντημένο με τα πολύχρωμα λαμπιόνια της πόλης και πάνω στο κεφάλι της, ένα στέμμα στολισμένο με τ’ αλμυροποτισμένα βοτσαλάκια της θάλασσας, που κάτω απ’ το φως των αστεριών, φάνταζαν σαν τ’ ακριβότερα διαμάντια του κόσμου!

Σίγουρα θα ήταν η πρωταγωνίστρια της φετινής Πρωτοχρονιάς!
Το κατακόκκινο πασαλειμμένο στόμα της, τα κατάμαυρα απ’ την ταλαιπωρία μάτια της και τα σκελετωμένα χεράκια της, αγγίζουν κάθε τόσο με τρυφερότητα τον καθρέφτη σαν να τον εκλιπαρεί να της ανταποδώσει το χάδι.

Θαρρείς πως η θλίψη αυτών των ημερών, είναι η μεγαλύτερη χαρά για ορισμένους.
Οι περαστικοί συνηθισμένοι από καιρό στα φαινόμενα αυτής της περιοχής, που λείπει η ζωή, κοιτώντας την απαξιωτικά, μουρμουρίζουν αγανακτισμένοι:

-Έλα μωρέ, άστη, μαστουρωμένη είναι.
-Καλά, έχει γεμίσει η Αθήνα από αυτά τα αποβράσματα.
-Δεν τους μαζεύουν όλους αυτούς ν’ αδειάσει ο τόπος.
-Τι τους θέλουμε όλους αυτούς τους άχρηστους;

Και μετά γυρίζουν στο παιδί τους και μ’ ένα ολόγλυκο χαμόγελο το ρωτούν:
-Τα πήραμε όλα Γιαννάκη μου; μήπως θέλεις και κάτι άλλο που ξεχάσαμε να πάρουμε;

Screenshot_6-12-464x600Ένας πλανόδιος μικροπωλητής παρακάτω, με χαρακωμένο απ’ τα βάσανα πρόσωπο, διαλαλεί την πραμάτεια του.
-Έλα πάρε, όλα ένα ευρώ.
Τον ακούω να λέει:
-Μόλις αποφυλακίστηκα, έχω πέντε παιδιά, μία γυναίκα κατάκοιτη, χρέη πολλά, μα έχει ο Θεός, είναι μεγάλος!

Ο Κωστής, ο μικροπωλητής έχει ένα σωρό ψευτοστολίδια στον πάγκο του, που προσπαθεί να τα ξεπουλήσει και με τα λίγα ευρώ που θα πάρει, να κλείσει κάποιες από τις υποχρεώσεις, που τον καταρρακώνουν. Ο πλεκτός πολύχρωμος σκούφος του, δίνει μία χαρούμενη νότα στο γκρίζο τοπίο της ζωής του. Είναι κατεβασμένος σχεδόν μέχρι τη μύτη, όχι γιατί κάνει τόσο πολύ κρύο, αλλά γιατί θέλει να βλέπει τα χρώματα του σκούφου του και να χαίρεται.

Σκέψεις, εικόνες, αναμνήσεις, συναισθήματα, μυρωδιές, βιώματα, ξυπνούν στον καθένα, ξεχασμένα καμπανάκια αυτές τις μέρες, τις γιορτινές.
Η γέννηση του Χριστού στη φάτνη, τα ζωάκια που τον ζεσταίνουν και του κάνουν συντροφιά!
Οι άγγελοι που τραγουδούν τον ερχομό του, τα δώρα που του προσφέρουν οι τρεις μάγοι και το υπέρλαμπρο άστρο να φωτίζει την πλάση όλη.

Νυχτώνει, το κρύο δυναμώνει, τ’ αστέρια λάμπουν ψηλά στον ουρανό, μα η Σεμέλη, μπροστά στον καθρέφτη ακόμα, επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις, στον ίδιο ρυθμό με υπομονή, ακρίβεια και επιμονή.
Ο πόνος είναι καλά κλειδωμένος στην ψυχή της χρόνια τώρα. Είναι η μόνιμη παρέα της.
Άραγε το 2020 θα καταφέρει να φέρει αγάπη, χαρά και χαμόγελο στη ζωή της Σεμέλης, του Κωστή, του Νικόλα, της Ελένης, του Δήμου, της Ελπίδας και πολλών άλλων ξεχασμένων ζωντανών ψυχών;

Η τηλεόραση έχει γίνει η διασκέδαση των περισσότερων λόγω της κρίσης. Στημένοι εκεί, απέναντί της ψευτογλεντάνε, μόνοι ή με την οικογένεια τους όσοι έχουν.
-Να το ρίξουν έξω βρε αδερφέ λένε, να ξορκίσουν το κακό!

Σε λίγο, θ’ ανακοινωθεί και ο τυχερός που κερδίζει το μεγάλο λαχείο!
Ένας στα πολλά εκατομμύρια ανθρώπων, θα πάρει τόσα χρήματα, όσα θα μπορούσαν να ζήσουν άνετα πολλές οικογένειες με πραγματική ανάγκη επιβίωσης.
Ναι λοιπόν, νάτος ο πρώτος τυχερός!

Λέγεται Κωνσταντίνος Μήτσος και είναι μικροπωλητής! Η τύχη, του χαμογέλασε και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο νέος χρόνος θα είναι χαρούμενος και διαφορετικός γι’ αυτόν και την οικογένεια του.
Τα παιδιά του θα παίξουν με καινούργια παιχνίδια, θα φορέσουν επιτέλους καινούργια ρούχα και παπούτσια.
Η κατάκοιτη σύζυγος του, θα χαμογελάσει και θα ξεχάσει για λίγο τα βάσανα της. Εκείνος, θ’ ανοίξει ένα μαγαζί και θα ζει πλέον το όνειρο του. Θα πάρει κι ένα αυτοκινητάκι να πηγαίνει βόλτα την οικογένεια, όποτε του το επιτρέπει η δουλειά του.

Από μικρός ήθελε να έχει μία ταβέρνα, να μαγειρεύει νόστιμα φαγητά και όποτε υπάρχει ανάγκη να ταΐζει και άπορους. Ξέρει πολύ καλά από μικρό παιδί, τι σημαίνει να πεινάει κάποιος.
Ο Κωστής πάντα πίστευε και ήλπιζε ότι κάποτε η τύχη θα του χαμογελάσει, όπως και έγινε. Μέσα στη στεναχώρια του μουρμούριζε κάθε τόσο:
Ο Θεός είναι μεγάλος.

Άραγε η Σεμέλη θα σταθεί κι αυτή τυχερή κάποια στιγμή στη ζωή της;
Ή θα χαθεί στο βυθό του καθρέφτη, που τη συντροφεύει νύχτα και μέρα χρόνια τώρα, χωρίς διακοπή; Έχει ακόμα όνειρα, ή δεν γνωρίζει τι σημαίνει να ονειρεύεται κάποιος και να ελπίζει ότι κάποτε θα ζήσει τ’ όνειρο του, όπως ο Κωστής;

Το οδοιπορικό αυτών των ημερών συνεχίζεται και θα συνεχίζεται ανεξάρτητα από τις συνθήκες ζωής.

Μιραμπέλλα Γ.Σ.Α. © 22-12-2019

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.