Για τα γενέθλιά σου

«Αμέσως μια υγρασία κάλυψε τα μάτια της και σωριάστηκε στην βελούδινη πολυθρόνα που έμοιαζε με θρόνο παλατιού. Τι αντιφατική εικόνα σκέφτηκε, τότε η χαρά μεθούσε τους ανθρώπους και τώρα η λύπη δηλητηριάζει κάθε μου κύτταρο.»
– γράφει η Ολυμπία Θεοδοσίου


FormatFactorya6fc62f5676a74ef4c9a30c9ff4445e5

Μέσα στο μυαλό της όλα ήταν ένα κουβάρι, οι τοίχοι του σπιτιού είχαν αρχίσει να συνθλίβουν την ύπαρξή της, κι εκείνη ένιωθε ένας κόκκος άμμου, μέσα σε μία πυρακτωμένη κλεψύδρα που ο χρόνος σφυροκοπούσε δίχως έλεος. Ο θάνατος της μητέρας της, την είχε οδηγήσει σε αυτό το ψυχολογικό αδιέξοδο. Η Ρένα είχε αφιερώσει την ζωή της, στην γυναίκα που την γέννησε και της πρόσφερε τα πάντα. Τώρα είχε μείνει μόνη μέσα σε ένα άδειο σπίτι, να συνομιλεί με σκιές ενώ με τα ακροδάχτυλά της άγγιζε τα έπιπλα, που ακόμα είχαν τα αποτυπώματα και την μυρωδιά της μητέρας της. Καθόταν ώρες στο δωμάτιο της ηλικιωμένης γυναίκας και κοιτούσε παλιές φωτογραφίες, τότε που όλα ταξίδευαν στην θάλασσα της χαράς και της ευτυχίας. Ο αιφνίδιος χαμός του πατέρα της έφερε ακόμα πιο κοντά τις δύο γυναίκες, κι έτσι η Ρένα δεν παντρεύτηκε ποτέ αλλά αφιερώθηκε στην δημιουργό της, όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Το πατρικό της σπίτι έμοιαζε με παλιό αρχοντικό, ο διάκοσμός του αποτελείτο από σκουρόχρωμα έπιπλα καλυμμένα με πλεκτά χειροποίητα πετσετάκια, περσικά χαλιά ζέσταιναν τον χώρο και μπιμπελό από διάφορες χώρες του κόσμου συμπλήρωναν την καλαίσθητη παράσταση της οικίας. Τώρα όλα αυτά βέβαια βάραιναν την Ρένα, η οποία ένιωθε ναυαγός της ίδιας της ζωής.

Το ξημέρωμα την βρήκε κουλουριασμένη στον βελούδινο καναπέ του σαλονιού σκεπασμένη με μία κουβέρτα και με μοναδική πηγή φωτός μία μπρούτζινη λάμπα, η οποία ήταν ακουμπισμένη πάνω σε ένα ξύλινο σκαλιστό τραπεζάκι. Εκείνη την ημέρα η Ρένα αρνιόταν να σηκωθεί από το καταφύγιό της, γιατί θα ήταν η πρώτη φορά που θα γιόρταζε τα γενέθλιά της μόνη της. Γινόταν πενήντα ετών και άρχιζε να νιώθει πως δεν είχε λόγο ύπαρξης πια. Δίχως να βλέπει καλά εξαιτίας του χαμηλού φωτισμού, ψηλάφισε την κουβέρτα κι έπιασε μία φωτογραφία, η οποία είχε παραπέσει από το φωτογραφικό άλμπουμ, το οποίο κοιτούσε την χθεσινή νύχτα. Με την περιέργεια να νικά την παραδομένη ύπαρξή της, έσυρε τα βήματά της μέχρι το παράθυρο, τράβηξε την βαριά κουρτίνα με την πυκνή ύφανση και άπλετο φως έλουσε τον χώρο, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του Δεκέμβρη. Από την τσέπη της μάλλινης ρόμπας της, έβγαλε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας, τα οποία φόρεσε απρόθυμα και χωρίς δεύτερη σκέψη βάλθηκε να κοιτάζει την φωτογραφία. Ήταν εκείνη μαζί με τους γονείς της στο ίδιο σαλόνι που βρισκόταν τώρα και γιόρταζαν τα πρώτα της γενέθλια με φίλους και συγγενείς. Αμέσως μια υγρασία κάλυψε τα μάτια της και σωριάστηκε στην βελούδινη πολυθρόνα που έμοιαζε με θρόνο παλατιού. Τι αντιφατική εικόνα σκέφτηκε, τότε η χαρά μεθούσε τους ανθρώπους και τώρα η λύπη δηλητηριάζει κάθε μου κύτταρο. Βέβαια αυτό που τράβηξε την προσοχή της ήταν μια μικρή παιδική κιθάρα, την οποία προσπαθούσε να κρατήσει στα λεπτεπίλεπτα χεράκια της. Η μητέρα της είχε πάθος με την μουσική και μάλλον για αυτόν τον λόγο θα της είχαν κάνει το συγκεκριμένο δώρο σκέφτηκε η Ρένα. Φυσικά όσο και αν προσπάθησε να θυμηθεί κάτι από το συγκεκριμένο στιγμιότυπο της ζωής της, η κούραση και η μελαγχολία είχαν θολώσει το τοπίο του μυαλού της.

Εκείνη η κιθάρα, όμως, σαν να άγγιξε τις χορδές της ψυχής της, και μια ζεστασιά άρχισε να αναρριχάται στο κορμί της. Αμέσως πήγε στο δωμάτιό της, άνοιξε την ντουλάπα και ντύθηκε με ότι πιο ζεστό είχε για να αντιμετωπίσει το ψύχος που είχε καταπιεί την πρωτεύουσα. Σε λίγα λεπτά βρισκόταν να περπατά στους δρόμους της πόλης που, παρά το κρύο, έσφυζαν από ζωή. Κατευθύνθηκε προς το Μοναστηράκι και το Θησείο ψάχνοντας στα παλαιοπωλεία για να βρει μια παρόμοια κιθάρα με την δική της. Είχε αρχίσει να απογοητεύεται, όμως στο τελευταίο μαγαζί που επισκέφθηκε βρήκε ακριβώς αυτό που αναζητούσε. Μια ξύλινη κιθάρα, ζωγραφισμένη με κόκκινα τριαντάφυλλα, που η όψη τους ήταν ικανή να φέρει την άνοιξη στην καρδιά του χειμώνα. Την αγόρασε αμέσως και σαν μικρό παιδί δεν περίμενε την ώρα που θα έφτανε σπίτι, για να προσπαθήσει να σκαρώσει κάποια μελωδία με τις χορδές της. Αφού πρώτα την έβγαλε με ευλαβικές κινήσεις, μέσα από την θήκη στην οποία την είχε τοποθετήσει ο πωλητής, την έφερε κοντά της κι ένιωσε την παιδική της ηλικία να ανθίζει μέσα της. Πέρασε αρκετή ώρα γρατζουνώντας τις χορδές της, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως θα έπρεπε να απευθυνθεί σε κάποιο ωδείο για να ξεκινήσει μαθήματα κιθάρας. Στο μυαλό της είχαν αρχίσει να τρυπώνουν αχτίδες φωτός, αλλά και το έμφυτο μαύρο του χώρου είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Εκείνη την στιγμή σταμάτησε να ακουμπά τις χορδές της κιθάρας και την γύρισε για να περιεργαστεί την πίσω πλευρά της. Μια φράση χαραγμένη πάνω στο λουστραρισμένο ξύλο μούδιασε όλο της το κορμί και την έκανε να ξεσπάσει σε κλάματα χαράς:
«Για τα γενέθλιά σου, οι γονείς σου».
Η Ρένα κατάλαβε πως δεν ήταν μόνη, κι από τότε δεν άφησε ξανά το σκοτάδι να μαράνει τα πολύχρωμα λουλούδια της ζωής της.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.