Ένα βουνό που το λένε Βαγγέλη.

Αυτοδίδακτος σε πολλές μαστοριές. Από το χτίσιμο μέχρι τα υδραυλικά, την υλοτομία, τα «κήπια» (μποστάνια κηπευτικών), ηλεκτρικά, σκεπές, τοιχοποιϊα, γεωργικές μηχανές, κτηνοτροφία. -γράφει ο Γιώργος Σκαρβέλης

Είναι περίπου 1.70 ύψος. Με τη διαφορά ότι έχει και το ίδιο φάρδος! Τετράγωνος, σκληρός και βαρύς σαν γρανιτόπετρα, δεν έχει ίχνος λίπους και σηκώνει έναν κορμό ελάτου με το ένα χέρι. Διαβάζει, αλλά «γράμματα» δεν ξέρει. Έχει όμως τις δεξιότητες, την ευστροφία, την ευθυκρισία και το αίσθημα δικαιοσύνης του (ανιδιοτελούς) εφευρετικού βουνίσιου και του ανθρώπου που δουλεύει πολύ με τα χέρια. Ζει στα 1.000 υψόμετρο. Ορφανός, δουλεύει από τα 8 χρόνια του. Σήμερα είναι 65. Τα μάτια του σε κοιτούν πάντα κατ’ ευθείαν και χαμογελά σαν μωρό, μέχρι που τα μάτια του κρύβονται μες στις ρυτίδες, ιδιαίτερα όταν βλέπει τα –τέσσερα- εγγόνια του.

Αυτοδίδακτος σε πολλές μαστοριές. Από το χτίσιμο μέχρι τα υδραυλικά, την υλοτομία, τα «κήπια» (μποστάνια κηπευτικών), ηλεκτρικά, σκεπές, τοιχοποιϊα, γεωργικές μηχανές, κτηνοτροφία. Έφτιαξε το (καταπληκτικό) σπίτι του σχεδόν μόνος του (για τη «Βαγγέλαινα»). Επιστατεί στην εκκλησία, κάνει την Επιμελητεία στις εκδηλώσεις, «ψένει» στο Πανηγύρι, ήταν μέχρι πρόσφατα ο υδραυλικός και υπεύθυνος για το δίκτυο ύδρευσης-άρδευσης της Κοινότητας. Για ό,τι συμβεί…. «φωνάξτε το Βαγγέλη», «θα το πούμε του Βαγγέλη», «θα το φτιάξει ο Βαγγέλης». Στο αναμεταξύ, φροντίζει τα «κήπια» του, τα «ζα» του, κυνηγάει «γρούνια» κι’ όποιο σπίτι χρειαστεί οικοδομικά ή «τεχνικά» αυτόν φωνάζει. Ακόμη και σήμερα. Γρανιτένιος, στιβαρός, σοβαρός και ήρεμος, δουλεύει ακατάπαυστα 8 το πρωϊ με 8 το βράδυ, σήμερα, στα 65 του.

-«Εμ, Γιώργη μ’, έφτασα και 65, δεν είμαι δα και νιό πλάρ (πουλάρι)», παραπονιέται.

Ο άνθρωπος που στα 65 του δουλεύει –στο σκληρό βουνό- 12 ώρες την ημέρα!
Τον Ιανουάριο του 2015, μετά από καταρρακτώδεις βροχές ημερών, κατέρρευσε μια συνοικία του χωριού και ένα μεγάλο κομμάτι και ο δρόμος ενός γειτονικού χωριού, το οποίο αποκλείστηκε και κάποιοι κάτοικοι κινδύνευαν. Οι διασώστες –για το διπλανό χωριό- έφτασαν στις 02.30 ξημερώματα και (για να τους οδηγήσει μέσα απ’ το πυκνό δάσος) ξύπνησαν, φυσικά, το Βαγγέλη, κατόπιν οδηγιών του Δήμου! Οδήγησε, μες στο μαύρο σκοτάδι, τους διασώστες στο διπλανό χωριό (9 χλμ. μες απ’ το βουνό, υπό βροχήν) δούλεψε μαζί τους και τους έφερε πίσω γιατί είχαν χάσει το μπούσουλα μέσα στις πλαγιές και τα ρέματα. Τους διασώστες, που κοιμήθηκαν στο σπίτι του, γιατί τους είχε βγεί η ψυχή μες στο δάσος!

Μετά … πήγε στα «κήπια» του!

Ίδρυσε Συνεταιρισμό Υλοτομίας πριν πολλά χρόνια. Τον δουλεύει ακόμα και σήμερα. Μόνος του. Οι περισσότεροι –σχεδόν όλοι- αποχώρησαν.

-«Βαριούνται, Γιώργη μ’, να δλέψ’νε. Δλιές υπάρχ’νε. Τς παρακαλάω νάρθ’νε να βγάλ’νε μεροκάματο και μαναχά παίρν’νε το επίδομα τς ανεργίας, είναι δλιά αυτή? Νέοι άνθρωποι?»… απορεί.

Το καλοκαίρι κυρίως, όποτε ρωτήσεις τη Δέσποινα (τη «Βαγγέλαινα») που είναι ο Βαγγέλης, η απάντηση είναι κλασσική: «στα ξύλα» (υλοτομεί). Εκτός των άλλων, είναι και ο σταθερός προμηθευτής καυσόξυλου των πάντων στη γύρω περιοχή. Το μέτρο συναλλαγής είναι απλό: ένα αγροτικό (αυτοκίνητο) ξύλο = «ν» ευρώ. Σταθερή τιμή. Η εντιμότητα είναι κύριο χαρακτηριστικό του. Και ένα αγροτικό ξύλα = 1,5 τόνοι. Ζυγισμένο. Ο Βαγγέλης δεν κλέβει.

shutterstock_55353052_0Στο δρόμο –την εποχή της υλοτομίας- θα βρεις, πολλές φορές, πινακίδες: «Προσοχή! Πέφτουν ξύλα. Σταματείστε, κορνάρετε και φωνάξτε το Βαγγέλη. Τηλ……..». Τις έχει βάλει ο ίδιος για να μη γίνουν ατυχήματα. Τον βοήθησε κάποιος στο γράψιμο.
Φτιάχνει, φυσικά, το δικό του τσίπουρο. Πρώτης ποιότητας. Ένα μικρό εισόδημα προέρχεται κι’ από εκεί (ο γράφων σταθερός πελάτης).

– «Ε, Γιώργη μ’, ό,τι πίνω εγώ και μ’ αρέσ’ δεν πρέπ’ να πίν’νε κι’ οι άλλοι απ’ τα χέρια μ’? Εμ τι, θα δλεύ’με τον κόσμο. Ντροπές δεν κάνω εγώ».

Το βράδυ -κάθε βράδυ- φρεσκομπανιαρισμένος, φρεσκοξυρισμένος κάθεται στο τραπέζι της τραπεζαρίας και πίνει «έναν καφούλ’» (καφεδάκι). Όταν τον επισκέπτεται κάποιος θα βγάλει τσίπουρο και … «Δέσποινα, βγάλε στο Γιώργη κάτι τις».
Ενίοτε φιλοσοφεί. Και το παράπονό του είναι τόσο απλό και σαφές:

– «Βρε Γιώργη μ’, κάποτες μιλάγαμε. Είχαμαν δυσκολία, είχαμαν λίγα, μ’ ότι είχε ο κόσμος φαγίζονταν (έτρωγε – πέρναγε την καθημερινότητα). Λίγα είχαμαν, με λίγα φαγιζόμασταν. Περσότερα είχαμαν καλύτερα φαγίζονταν η οικογένεια. Αλλά μιλάγαμε. Τα λέγαμε συναμετάξυ μας. Και σπίτ’ και καφενείο. Και λέγαμαν και το καλό και τον καημό. Και βρίσκαμε (..λύσεις εννοεί). Είμαι στενάχωρος (στενοχωριέμαι) που βλέπω τα νέα παιδιά σήμερα, όλ’ην ώρα μ’ ένα τηλέφωνο, όλ’ην ώρα και δίπλα-δίπλα είναι. Δίπλα-δίπλα είναι, βρε Γιώργη μ’. Γιατί δε μ’λάνε ντίπ?».

Περπατάει αργά, σταθερά, βαριά. Γρανιτένιος, σοβαρός, στιβαρός και ήρεμος, κάθε βήμα προσεγμένο. Έχει και «σίδερα» στα πόδια, από κάτι κορμούς που έπεσαν ‘πάνω του πριν χρόνια.
Σα να βλέπεις το ίδιο το βουνό να περπατάει.
Ξέρω ένα βουνό που το λένε Βαγγέλη.
________________________________________

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.