«Η αξία της ζωής…»

Αν και είχε αρκετή ζέστη, η διαδρομή με το αυτοκίνητο ήταν ευχάριστη. Αστειάκια, ανέκδοτα, μουσική, φτάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε στην Βραυρώνα, στο εξοχικό του Θάνου. -γράφει η  «Μιραμπέλλα Αβίλλα» – Γεωργία Σπ. Αναστασίου

Fallen sparrow in very cold weather

Έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε.
Ήταν περίπου τέτοια εποχή. Τα σχολεία είχαν κλείσει για καλοκαίρι.
Ήταν Σάββατο. Χτυπάει το τηλέφωνο.
-Γειά σου αστέρι μου, λέει ο φίλος μου ο Βασίλης.
Τι κάνεις, ζεσταίνεσαι; Πάμε βολτίτσα στο εξοχικό του Θάνου;
Να πάρεις και τη φίλη σου, θα περάσουμε όμορφα.
-Ωραία ιδέα, να πάρω τη Σάσα κι αν θέλει κι αυτή, να πάμε.
Η Σάσα συμφώνησε αμέσως με χαρά να πάμε, γιατί εδώ που τα λέμε είχε δει δύο – τρεις φορές τον Θάνο και της άρεσε πολύ.
Δώσαμε ραντεβού, ήρθαν τα παιδιά και μας πήραν από το σπίτι μου, που εν τω μεταξύ, είχε έρθει και η Σάσα τρέχοντας.

Αν και είχε αρκετή ζέστη, η διαδρομή με το αυτοκίνητο ήταν ευχάριστη. Αστειάκια, ανέκδοτα, μουσική, φτάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε στην Βραυρώνα, στο εξοχικό του Θάνου.
Είχε βρει μια δικαιολογία, πείθοντας τους γονείς του πως ήθελε να μείνει μόνος με τους φίλους του αυτό το Σάββατο.
Οι γονείς του, δεν του χαλούσαν ποτέ χατίρι μιας και τον είχαν μονάκριβο.

Βγάλαμε τα σακ – βουαγιάζ μας από το τζιπ, φτιάξαμε καφεδάκι και το απολαύσαμε στον ωραίο καταπράσινο κήπο του σπιτιού, που ήταν ακριβώς δίπλα στο πανέμορφο δάσος.
Ξέχασα να πω, πως τον καφέ μας τον απολαύσαμε με μια υπέροχη πάστα φλώρα, που είχε φτιάξει η μαμά της Σάσας για εμάς.

Σε λίγο σηκώθηκαν τα αγόρια, μπήκαν στο σπίτι, και ξαναβγήκαν κρατώντας από ένα όπλο ο καθένας.

-Κορίτσια, εμείς πάμε για κυνήγι, εσείς πάρτε τα ποδήλατα και κάντε καμιά βόλτα στο δάσος που είναι πολύ όμορφο. Τα λέμε αργότερα.

Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ, ότι ο φίλος μου, ο καλός μου φίλος ο Βασίλης ήταν κυνηγός. Δεν μου το είχε πει ποτέ.
Η Σάσα, με είδε σοκαρισμένη, προσπάθησε να με καθησυχάσει λέγοντας μου ότι μπορούσε, παρακαλώντας με να μην στεναχωριέμαι.
Επιπλέον με ευχαριστούσε που την έφερα κοντά με τον Θάνο, που της άρεσε πολύ.

Εμένα ήδη, είχε χαλάσει η μέρα μου.
Πήρα το ποδήλατο και άρχισα να κάνω βόλτες στο δάσος σαν χαμένη. Ούτε ρώτησα τη Σάσα αν θα με ακολουθήσει, ούτε τίποτα.

Μπαμ, μπαμ, μπαμ, μπαμ, μπαμ… Ακούω…
Και βλέπω ένα μικρόσωμο πουλάκι να πέφτει στο έδαφος μπροστά μου. Σπαρταρούσε… Θεέ μου.

Παρατάω γρήγορα το ποδήλατο, τρέχω και πιάνω όσο πιο απαλά το μικρό πληγωμένο πουλάκι στις χούφτες μου. Η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά.
Με δάκρυα στα μάτια το παρακαλούσα να μην πεθάνει. Έκλαιγα, έκλαιγα με αναφιλητά και η καρδιά μου ράγισε όταν είδα το μικρό αυτό όμορφο πλασματάκι, να αφήνει την τελευταία του πνοούλα στα χέρια μου. Πραφ…
Έχασα τον κόσμο γύρω μου. Ούρλιαξα δυνατά. Κρατώντας το απαρηγόρητη, μάζεψα τα σκάγια που βρήκα εδώ κι εκεί.
‘Έσκαψα με τα χέρια μου το χώμα και αποχαιρέτησα το άψυχο κορμάκι του.
Κράτησα μόνον ένα φτερό από την ουρίτσα του που βρήκα δίπλα του όταν έπεσε στο έδαφος χτυπημένο.
Διαλυμένη, απογοητευμένη, γύρισα στο σπίτι του Θάνου κλαίγοντας απαρηγόρητη.

Τα αγόρια δεν άργησαν να έρθουν.
Η πρώτη μου κουβέντα προς τον Βασίλη ήταν:
-Πήγαινε με αμέσως τώρα στο σπίτι μου και να μη σε ξαναδώ ποτέ πια στα μάτια μου. Δεν θέλω να έχω φίλο έναν δολοφόνο.
Μάταια, προσπαθούσε να με συνεφέρει. Ανένδοτη εγώ πήγα προς το αυτοκίνητο και ούρλιαξα υστερικά.
-Αν δεν με πας τώρα αμέσως στο σπίτι μου, φεύγω μόνη μου. ΤΩΡΑ.

Η περιοχή ήταν ερημική, φοβήθηκε και έτσι όλοι μαζί ξεκινήσαμε για την επιστροφή.
Στη διαδρομή δεν ανταλλάξαμε ούτε μια κουβέντα, ούτε ένα βλέμμα, κανείς με κανέναν. Κρατούσα στα χέρια μου σφιχτά τα σκάγια και το φτερό από το αδικοχαμένο πουλάκι.

Φτάσαμε στο σπίτι μου, και χωρίς να κοιτάξω κανέναν, άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου λέγοντας στον Βασίλη.
-Μην τολμήσεις να με ξαναπάρεις τηλέφωνο, δεν θέλω ούτε να σε ξέρω.

Πέρασε αρκετός καιρός.
‘Ένα απόγευμα πήγα στην ταινιοθήκη να παρακολουθήσω μια ταινία μικρού μήκους.
Μπαίνοντας μέσα στην αίθουσα, πέφτω επάνω στον Βασίλη. Με κοίταξε μουδιασμένος, τον κοίταξα και δειλά – δειλά με πλησίασε.
-Θα μου πεις καλησπέρα ή να φύγω;
-Καλησπέρα, είπα κοφτά κοιτώντας προς τις καρέκλες της αίθουσας. Τι κάνεις εδώ εσύ; τον ρωτάω.
-Αν σου πω τι κάνω εδώ, δεν θα με πιστέψεις.
Τον κοιτάω για λίγο, λέγοντας του με ύφος αυστηρό.
-Για πες μου λοιπόν, θα κυνηγήσεις κανένα πουλάκι πάλι; Δεν έχει εδώ μέσα πουλάκια, να το ξέρεις.

-Έκανα μια ταινία μικρού μήκους με θέμα το κυνήγι.
Και βραβεύτηκε εδώ και στο Βέλγιο, είπε καμαρώνοντας.
(Ο Βασίλης σπούδαζε σκηνοθεσία και αυτή ήταν η πρώτη του ταινία.)
-Την έμπνευση και την αφορμή μου την έδωσες εσύ με τη στάση σου. Θυμάσαι;
-Δεν θέλω καν να το θυμάμαι και σε παρακαλώ πολύ, μια κουβέντα ακόμα γι αυτό και φεύγω τώρα αμέσως.
-Όχι, σε παρακαλώ μη φύγεις, θέλω να δεις αυτή την ταινία. Σου την έχω αφιερώσει.

Τα φώτα έσβησαν. Η προβολή ξεκίνησε. Από τις πρώτες κι όλας στιγμές, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Είδα όλη την ταινία. Με την παραμικρή λεπτομέρεια.
Αν δεν ήμουν παρούσα τότε στο δάσος και αυτόπτης μάρτυρας, θα ήμουν βέβαιη ότι, την ταινία την έκανε κάποιος εκατό τα εκατό αντίθετος με το κυνήγι.
Μόλις έπεσαν οι τίτλοι, έφυγα σαν κλέφτης. Δεν ήθελα να πω κουβέντα σε κανέναν, ούτε και να δουν τα πρησμένα από το κλάμα μάτια μου.

Τελικά όταν έχεις κάρμα με κάποιον δεν χάνεσαι, όσο κι αν προσπαθήσεις να εξαφανιστείς από παντού.

Χτυπάει το τηλέφωνο μετά από αρκετό καιρό πάλι που έχω να τον ακούσω.
-Θα μου πεις ένα γειά, ή θα μου το κλείσεις, λέει με ναζιάρικη φωνή .
-Γειά σου, πως και παίρνεις τηλέφωνο. Θέλεις να μου αναφέρεις κάποιο κατόρθωμα σου πάλι;
-Θα με κεράσεις έναν καφέ να τα πούμε από κοντά; Έχω κάτι να σου πω.
-Ωραία λοιπόν, σε περιμένω στις 5.00, του είπα.
‘Έκλεισα το τηλέφωνο. Είχα κι εγώ κάτι να του δείξω όμως.

5.01 ακριβώς, χτυπάει το κουδούνι.
‘Ένα ωραίο μπουκετάκι με υάκινθους προβάλλει μπροστά από το πρόσωπο του. Ήξερε πόσο λατρεύω αυτά τα λουλούδια.
Το χαμόγελο του δεν κατάφερε να το κρύψει και η χαρά του, που δέχτηκα να τον δω ήταν απερίγραπτη.
Καθίσαμε διαγωνίως στο σαλόνι. Έβαλα τους υάκινθους στο αγαπημένο μου τουρκουάζ βάζο, τους μύρισα, τους ξαναμύρισα και όταν μέθυσα από το υπέροχο άρωμα τους, τον κοίταξα λέγοντας του:
-Λοιπόν, δεινέ κυνηγέ, τι έχεις να μου πεις;
Έβγαλε από την τσέπη του ένα μετάλλιο με μια μπλε κορδέλα και μου το πρόσφερε.
-Αγαπημένη μου, αυτό σου ανήκει. Εσύ ήσουνα η αιτία που έκανα αυτή την ταινία και που βραβεύτηκε.
Σηκώθηκα, πήγα στο δωμάτιο μου κι έφερα ένα κουτάκι που μέσα εκεί είχα φυλάξει τα σκάγια, σφαίρες, αυτά, τέλος πάντων, και το φτερό από το αδικοχαμένο πουλάκι.
Πήγα δίπλα του, άνοιξα το κουτάκι και τον ρώτησα.
-Σου θυμίζουν κάτι αυτά;

Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Έκλαιγε σαν μωρό παιδί.
Ψέλλισε:
-‘Όχι, όχι, τι ηλίθιος που ήμουνα.
Τι μου έφταιξε αυτή η αθώα ψυχούλα;

Γύρισε με κοίταξε κατάματα, λέγοντας μου:
-Όταν σε άφησα σπίτι σου εκείνη την ημέρα, θυμάσαι;
Ε, τότε πήρα την απόφαση να μην ξαναπιάσω ποτέ όπλο στα χέρια μου. Έκανα αυτή την ταινία που είδες, γιατί ήταν ένας τρόπος να δείξω την μεταμέλεια μου.
Η ζωή, είναι πολύ σημαντική και δεν έχω κανένα δικαίωμα εγώ ο ηλίθιος, να την αφαιρέσω από κανέναν και για κανέναν απολύτως λόγο.
Χάιδευε το φτερό από το πουλάκι λέγοντας και ξαναλέγοντας.
-Συγγνώμη, συγγνώμη ψυχούλα μου, σε αγαπάω.
-Συγχώρεσε με τον ηλίθιο. Ήμουνα μικρός, δεν ήξερα.

Τον αποχαιρέτησα μ’ ένα χαμόγελο αυτή τη φορά.
Σκέφτηκα ότι, όταν κάποιος καταλαβαίνει το λάθος του και ζητάει συγγνώμη από ένα σκοτωμένο πουλάκι, ε, τότε του αξίζει ένα χαμόγελο.

Μιραμπέλλα Γ.Σ.Α. ©️ 4-7-2019

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.