«Οι τρεις αδελφές»

Εκείνος χαμογέλασε αχνά. «Είναι απίστευτο», σκέφθηκε, «τι σκαρφίζονται οι άνθρωποι για να καμουφλάρουν και ταυτόχρονα να προβάλουν το εγώ τους σε καρικατούρες!» -γράφει η Σταυρούλα Αντζουλάκου

St-Antz-all«Κάποτε ήτανε τρεις αδερφές.
Η μία αποφάσισε όταν μεγάλωσε να γίνει ιέρεια σε έναν Μεταφυσικό Οίκο. Είναι γνωστό ότι οι θρησκείες είχαν επισήμως καταργηθεί από καιρό, όμως τα μεταφυσικά δεν ήταν απλώς αποδεκτά, αλλά και του συρμού. Η πρώτη αδερφή ήταν φιλόδοξη και δραστήρια. Η καριέρα της διαγραφόταν λαμπρή.

Η δεύτερη φοβόταν τις ευθύνες και τους καυγάδες, προτίμησε λοιπόν μια άσημη θέση στο περιθώριο μιας επαρχιακής Δημοσίας Υπηρεσίας. Ήταν ένα άχρωμο πλάσμα κι ήλπιζε να περάσει μια ζωή απαρατήρητη.

Η τρίτη είχε το λιγότερο μυαλό απ’ όλες. Παντρεύτηκε τον πρώτο ένστολο που της γυάλισε κι έκανε μαζί του έξι παιδιά. Αντίθετα με τις άλλες, δεν σπούδασε ποτέ.

Όταν ξέσπασε η Μεγάλη Παγκόσμια Κρίση, η πρώτη ελάμβανε μέρος σε όλες τις σημαντικές διαβουλεύσεις και επειδή ήταν έξυπνη και καλά δικτυωμένη, η γνώμη της μετρούσε. Τα βράδια όμως τα περνούσε ξάγρυπνη, προσπαθώντας να βρει εκείνο το πνευματικό ελιξήριο, που θα αναχαίτιζε το κύμα μαζικών αυτοκτονιών των λαών ανά την υφήλιο.

Η δεύτερη έτρεμε μην χάσει την θεσούλα της και πεταχτεί στους δρόμους. Παρηγοριόταν όμως ότι είχε να γνοιαστεί μόνο το σαρκίο της, δεν είχε παιδιά να πεινάνε.

Την τρίτη την απασχολούσε μόνο πού να βρει λίγο καλαμποκάλευρο να θρέψει τα παιδιά της. Δεν την ένοιαζε να ζητιανεύει και είχε γίνει της προσκολλήσεως όπου μπορούσε, συμπεριλαμβανομένων και των αδερφών της. Εκείνες της έδιναν ό,τι μπορούσαν.

Η μεγάλη, που την θεωρούσε τσιμπούρι, της έδινε ένα σωρό συμβουλές, άφθονες επικρίσεις και αρκετά κουπόνια, πολλά απ’ αυτά όμως άχρηστα, καθότι αφορούσαν διακοπές στην Καζαμπλάνκα ή αμορτισέρ αυτοκινήτων ή έπρεπε να διαθέτεις φορολογικό μητρώο Α κλάσης για να έχεις πρόσβαση.

Η μεσαία δεν έλεγε τίποτα, έσφιγγε τα δόντια και της έδινε μετρημένες μερίδες ή καμιά κουβέρτα, τουλάχιστον όμως χρήσιμα πράγματα.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στο σημείο αυτό η ασθενής κοίταξε τον θεραπευτή της με ελπίδα.

– Πώς σας φάνηκε, γιατρέ;

Εκείνος χαμογέλασε αχνά. «Είναι απίστευτο», σκέφθηκε, «τι σκαρφίζονται οι άνθρωποι για να καμουφλάρουν και ταυτόχρονα να προβάλουν το εγώ τους σε καρικατούρες!»

Ήταν στα πλαίσια μιας ψυχοάσκησης. Έπρεπε να φανταστούν ένα παραμύθι και να το ζωγραφίσουν ή να το διηγηθούν προφορικώς ή γραπτώς. Μερικοί ασθενείς το αναπαριστούσαν με μιμήσεις ή το χόρευαν ή το τραγουδούσαν κιόλας, ανάλογα τι τύπος ήταν ο καθένας. Η συγκεκριμένη ήταν «λόγια», όπως αποκαλούσαν τους γραπτώς εκφραζομένους οι γιατροί στο εντευκτήριο όπου έπιναν έναν καφέ στο πόδι. Φυσικά δεν τους αποκαλούσαν ασθενείς, δεν θεωρούνταν «πολιτίκαλυ κορέκτ», τους έλεγαν λοιπόν «περιστατικά». «Στατικά περιστατικά», σάρκαζε ο γιατρός, που ήταν λίγο λόγιος και ο ίδιος.

– Σπαστικά, θες να πεις, ανταπαντούσε ο πλακατζής της παρέας κι έσκαγαν όλοι στα γέλια.
– Γιατρέ; ψιθύρισε ξανά η γυναίκα.
– Χμ, ναι, με ποια αδερφή ταυτίζετε εσείς τον εαυτό σας; επανήλθε στην τάξη και στο επαγγελματικό του ύφος, εκείνος. («Με την δεύτερη», στοιχημάτισε από μέσα του).
– Με την Τρίτη, χαμογέλασε ντροπαλά εκείνη.
Της έριξε μια λοξή ματιά. Φυσικά, ευσεβείς πόθοι κι απωθημένα. Η γυναίκα δεν είχε παιδιά. Μάλιστα είχε δυο αποτυχημένες εγκυμοσύνες κι ισάριθμα διαζύγια στο ενεργητικό της.
– Πολύ ωραία, της είπε χωρίς να το εννοεί. Συνεχίστε!

Έπρεπε να ενθαρρύνουν τους ασθενείς, να βρουν την αιτία της δυστυχίας τους και να την αντιμετωπίσουν θετικά. Όλα αυτά φυσικά ήταν επιδερμικά τσιρότα πασπαλισμένα με βαρύγδουπες μπούρδες. Ο γιατρός δεν ήταν κανένας χαζός. Ήξερε πως το Πρόγραμμα, επιδοτούμενο από μια ντουζίνα εταιρείες με ονόματα των δέκα λέξεων η κάθε μία, συν το Κοινοτικό Ταμείο Αλληλοβοήθειας, ήταν για να φανεί πως το Κράτος στήριζε τις επιταγές της Ομοσπονδίας, συγκεκριμένα την αναχαίτιση του μαζικού κύματος αυτοκτονιών που είχαν αυξηθεί σε βαθμό ανησυχητικό τελευταίως. Στην ουσία κανενός δεν του καιγόταν καρφί βεβαίως. Δεν πα να πηδούσαν όλοι από τα παράθυρα; Λιγότερες συντάξεις, κέρδος για τα ασφαλιστικά ταμεία. Παράλληλα όμως οι πολιτικοί κύκλοι κέρδιζαν τις εντυπώσεις ότι δήθεν νοιάζονταν, μεταφρασμένες σε ψήφους.

«Κι επιπλέον βρίσκουμε δουλειά εμείς οι επιμελητές, συν οι τραπεζοκόμες και οι εταιρείες σίτισης και καθαρισμού», σκέφθηκε κυνικά. Για να μην μιλήσουμε για τις φαρμακευτικές, που διέθεταν σε υπέρογκες τιμές φάρμακα γενόσημα και παλιόσημα, που σε περασμένες δεκαετίες είχαν δοκιμαστεί πάνω σε πληθυσμούς φτωχών χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του. Ασυναίσθητα έπιασε το σαγώνι του. Στα μικράτα του είχε χρησιμοποιηθεί κι ο ίδιος ως πειραματόζωο και αντιδρώντας αλλεργικά σε ένα αναισθητικό που του έκανε ένεση απερίσκεπτα ένας νεαρός οδοντίατρος, παραλίγο να χάσει την κάτω γνάθο του. Για καλή του τύχη θεωρήθηκε πρωτοφανές τότε και είλκυσε το ενδιαφέρον του ιατρικού κόσμου παγκοσμίως. Η γνάθος αποκαταστάθηκε πλήρως. Αισθητικά ήταν εντάξει. Νευρολογικά όμως τον χτυπούσαν κατά διαστήματα πόνοι, του τριδύμου ίσως, δεν ήταν σίγουρος, δεδομένου ότι λόγω της προϊστορίας του δεν ήθελαν να ανασκαλευτεί το σκάνδαλο και δεν του επιτρέπανε εξετάσεις. Του χορηγούσαν φάρμακα όμως. Όχι σαν αυτά που έδιναν στους ασθενείς, τα άλλα, τα καλά. Ο γιατρός ευχόταν να του ερχόταν τώρα κάποια κρίση, για να πάρει εκείνο το σκεύασμα που έκανε τους υποψιασμένους στην εποχή του ’60 να παραληρούν εκστασιασμένοι…

Η γυναίκα κοίταξε τον γιατρό, που έπιανε το σαγώνι του. Τι όμορφος που ήταν! Τα ασιατικά χαρακτηριστικά του τον έκαναν εξωτικό στα μάτια της. Να μπορούσε να κάνει μαζί του ένα παιδί! Αναστέναξε κι έσκυψε το κεφάλι. Στην απίθανη περίπτωση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, δεν θα μπορούσε να αναθρέψει ένα παιδί υπό τις σημερινές συνθήκες και τα ανύπαρκτα οικονομικά της. Ήταν καταδικασμένη προσπάθεια, το ήξερε…

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στην «Αίθουσα Τέχνης ο Μίστερ Μνήμερμος»*, οι τρεις πρωταγωνίστριες αναρωτιούνται πώς να τελειώσουν το έργο.

– Από μηχανής θεός, άνωθεν βοήθεια, πρότεινε η Πρώτη.
– Σιγά ρε, που έχεις κολλήσει με τον ρόλο! κάγχασε η Δεύτερη, που εν αντιθέσει με τον δικό της ρόλο, ήταν κατά κανόνα αντιδραστική.
– Μα πρέπει να δώσουμε μήνυμα ελπίδας στον κόσμο! αναφώνησε η Πρώτη, ανοίγοντας σε έκταση τα μπράτσα με τις παλάμες προς τα πάνω.
– Ο κόσμος δεν είναι χαζός. Προτείνω δραματοποίηση υψίστου βαθμού: Τελικά όλοι αυτοκτονούν, μια που ο κόσμος αυτός δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ… Κεμάλ…, έκανε η δεύτερη με μια σαρκαστική γκριμάτσα, αλληθωρίζοντας προς τα πάνω.
– Εσύ τι λες;, στράφηκε η Πρώτη προς την Τρίτη.
– Εγώ λέω, αν είναι να προτείνουμε κάτι μαζικό, ας είναι σεξ!

Εδώ ξέσπασαν όλες σε γέλια. Γελούσαν τόσο πολύ και κατά κύματα, διότι εκεί που πήγαιναν να καταλαγιάσουν, πέταγε μια υστερική τσιρίδα «Σεξ!» η μία, κι ανταπαντούσε ακόμα πιο υστερικά η άλλη: «Κεμάλ!», μέχρι που κόπηκε η ανάσα τους.

– Τι θα κάνουμε κορίτσια; ρώτησε ξανά η Πρώτη, βαστώντας τα πλευρά της.
– Στη Μόσχα, αδερφές μου, στη Μόσχα, μουρμούρισε η Τρίτη, σκουπίζοντας τα μάτια της.
Ήταν το αστειάκι τους, από τότε που άρχισαν τις πρόβες.
– Ο Μόσκοβος δεν έρχεται. Στα όρη, στ’ άγρια βουνά! είπε η Δεύτερη.
– Στη θάλασσα! Το βρήκα! Θάλαττα, θάλαττα! φώναξε η Πρώτη με ιεραποστολικό οίστρο στα μάτια της.
– Θάλασσα, μήτρα πάντων! ενθουσιάστηκε η Τρίτη.
– Μετά το χάος, οι κατσαρίδες. Και μετά η αναγέννηση. Μου αρέσει! συμφώνησε και η Δεύτερη.

Κοιτάχτηκαν λίγο και μελαγχόλησαν. Αγκαλιάστηκαν όπως οι τρεις Χάριτες, για να ξεχάσουν τις Μοίρες…

Αυλαία…..

© Σταυρούλα Αντζουλάκου, 10 Αυγούστου 2013

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

*(Το θέατρο ονομάστηκε έτσι με διάθεση σκωπτική, αλλά είναι και αποτέλεσμα ημιμάθειας. Ο ένας από τους συνιδρυτές επέμενε σε αρχαίες αναφορές, αλλά δεν θυμόταν σωστά το όνομα του ελεγειακού ποιητή, που είναι φυσικά Μίμνερμος. Εν τέλει συμφώνησαν να το αφήσουν έτσι, κι ας γίνεται -ή μάλλον ακριβώς επειδή γίνεται- συνειρμός με το μνημόνιο).

(Φωτογραφία: Αγαλματίδιο χορεύτριας με πέπλο, ελληνιστική εποχή, τρεις όψεις)

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.