Και μετά τι;

«Με τέτοια ταχύτητα δεν είχε χρόνο να φρενάρει με ασφάλεια οπότε πίεσε πιο δυνατά το γκάζι για να προλάβει το κόκκινο. Την στιγμή που η μηχανή πάτησε τις λευκές ρίγες τις διάβασης πεζών ένα λευκό τζιπ από το δεξί στενό έβαλε πρώτη για να περάσει στον απέναντι δρόμο.»
-γράφει ο Κωνσταντίνος Λιάχης


06a3beb19301d5d9e4b311a83b040784

Ήταν περασμένες 11.00 όταν ο Παύλος βγήκε από το μπαρ στα Εξάρχεια. Όπως κάθε Παρασκευή έτσι και σήμερα πήγε στο στέκι του να πιεί μερικά ποτά ώστε να αποβάλει την πίεση όλης της εβδομάδας. Αφού κατέβασε τις μπύρες του και κάπνισε μερικά τσιγάρα αποχαιρέτησε τον μπάρμαν αφήνοντας του ένα καλό φιλοδώρημα. Ανέβηκε στην μηχανή του έδεσε το κράνος στο κεφάλι και φόρεσε γάντια γιατί το κρύο ήταν τουλάχιστον τσουχτερό. Έστριψε το κλειδί και μόλις την άκουσε να βρυχάται ανέβασε το φερμουάρ του δερμάτινου μπουφάν του. Ήταν το χειρότερο του να οδηγεί με τόσο δυνατό αέρα. Οι ριπές μπορούσαν πολύ εύκολα να τον μετατοπίσουν από την μία λωρίδα στην άλλη. Ευτυχώς μέχρι και στο τέλος της Χαριλάου Τρικούπη δεν είχε καθόλου κίνηση οπότε πήγαινε στην δεξιά λωρίδα με το κοντέρ της μηχανής να μην ξεπερνάει τα 70χλμ. Στο φανάρι που οδηγούσε στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας έκανε δεξιά με κατεύθυνση τους Αμπελόκηπους.

Δεν είχε περάσει ούτε ένα εξάμηνο που είχε μετακομίσει σε αυτή την περιοχή. Θεέ μου πόσο δύσκολο ήταν να βρει σπίτι που να δέχονται σκύλο. Είχε ένα pit bull, το είχε συναντήσει τυχαία ένα βράδυ σαν το σημερινό όταν επέστρεφε από τα Εξάρχεια στο πατρικό του. Σταματημένος στο ίδιο φανάρι που στέκεται και τώρα ακούστηκε από τον πράσινο κάδο δεξιά του ένα ήχος ανάμεικτος, κλάμα με τσιρίδα και μια ιδέα από γαύγισμα. Τότε ανέβασε την μηχανή στο πεζοδρόμιο και κοίταξε με τον φακό του κινητού του μέσα στον κάδο. Ανάμεσα σε μαύρες σακούλες υπήρχε ένα ανοικτό κουτί και μέσα σε αυτό ένα κουτάβι με λίγη τροφή κλεισμένη σε μία νάιλον διαφανή σακούλα. Δεν μπορούσε να το αφήσει, θα το σκεφτόταν όλο τα βράδυ και την επόμενη Παρασκευή που θα περνούσε ξανά από εκεί θα ντρεπόταν ακόμη και να γυρίσει το κεφάλι του προς τον κάδο. Έτσι αποφάσισε να τον πάρει μαζί του, όχι για να τον κρατήσει αλλά για να τον προωθήσει για υιοθεσία. Την επόμενη κιόλας μέρα η ιδέα της υιοθεσίας είχε πια εξαϋλωθεί από τον νου του. Τον είχε κάνει μπάνιο, είχαν κοιμηθεί αγκαλιά και το επόμενο πρωί ξυπνώντας με την μουσούδα κολλημένη πάνω στο στέρνο του κατάλαβε πως είχε κάνει έναν καινούργιο φίλο που θα τον συντρόφευε για το υπόλοιπο της ζωής του.

Είχε φτάσει πλέον στην Αλεξάνδρας συνεχίζοντας να παλεύει με τους δυνατούς ανέμους αλλά πάντα προσεχτικός οδηγούσε στην δεξιά λωρίδα. Κάποια στιγμή και ενώ δύο φανάρια είχαν διακόψει την πορεία του αποφάσισε να επιταχύνει ώστε το τρίτο να το προλάβει πράσινο. Τα προειδοποιητικά φώτα στο τρίτο φανάρι λίγο πριν τα περάσει άρχισαν να αναβοσβήνουν αυτό το πορτοκαλί φως, μόλις το είδε ξέχασε τα πάντα πίεσε το γκάζι και με την μηχανή να εκτελεί πιστά τις εντολές αύξησε ταχύτητα. Σήκωσε το κεφάλι και είδε το πράσινο χρώμα του φαναριού να εξαφανίζεται να δίνει την θέση του στο πορτοκαλί. Με τέτοια ταχύτητα δεν είχε χρόνο να φρενάρει με ασφάλεια οπότε πίεσε πιο δυνατά το γκάζι για να προλάβει το κόκκινο. Την στιγμή που η μηχανή πάτησε τις λευκές ρίγες τις διάβασης πεζών ένα λευκό τζιπ από το δεξί στενό έβαλε πρώτη για να περάσει στον απέναντι δρόμο. Ο οδηγός του πρέπει να βιαζόταν πιο πολύ από τον Παύλο αφού μόλις το πράσινο ανθρωπάκι έγινε κόκκινο οι συνδέσεις του εγκεφάλου του το μετέφρασαν λάθος κάνοντας τον να προχωρήσει. Τα αντανακλαστικά του Παύλου λειτούργησαν αστραπιαία, έστριψε την μηχανή λίγο αριστερά ώστε να αποφύγει την σύγκρουση με το αμάξι να τον πλησιάζει. Εκείνο το δευτερόλεπτο κατάλαβε ότι δεν αρκούσε αυτή η κίνηση, το τζιπ θα έβρισκε την πίσω ρόδα και θα τον έριχνε κάτω. Πριν όμως προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη του και ενώ το τιμόνι ήταν ελαφρώς στριμμένο προς τα αριστερά μία δυνατή ριπή ανέμου ίσως η δυνατότερη που είχε νιώσει έσπρωξε την πίσω ρόδα ακόμη πιο αριστερά με αποτέλεσμα το τζιπ να βρει μόνο τον πλαστικό μαύρο λασπωτήρα.

Μέσα από το κράνος ιδρώτας είχε γεμίσει το πρόσωπο του ενώ η θερμοκρασία του σώματος του από την έκρηξη αδρεναλίνης είχε ανέβει τόσο πολύ που σε συνδυασμό με την γρήγορη αναπνοή είχε θαμπώσει το κέλυφος του κράνους. Κατεβάζοντας ταχύτητα έκανε δεξιά στο πρώτο στενό που επιτρέπεται και κατέβηκε από την μηχανή. Είχε φτάσει και άλλες φορές τόσο κοντά στο να χτυπήσει αλλά η σημερινή ήταν σίγουρα η πιο τρομακτική. «Μου την χάρισες σήμερα» μονολόγησε κοιτάζοντας ψηλά στον ξάστερο ουρανό. Ύστερα κάθισε λίγο πάνω στο πεζοδρόμιο να καπνίσει ένα τσιγάρο ώστε να αδειάσει το μυαλό του. Μόλις το τέλειωσε ανέβηκε ξανά στην μηχανή με το κράνος περασμένο στο χέρι του για να τον χτυπήσει ο κρύος αέρας και πήγε επιτέλους σπίτι του για να κοιμηθεί.

Ξημέρωμα Σαββάτου και ο Παύλος όπως κάθε τέτοια ημέρα έφτιαξε τον καφέ του, κάπνισε τρία τσιγάρα, φόρεσε τις φόρμες του πέρασε τον οδηγό στο περιλαίμιο του Ρούλη και βγήκαν για την πρωινή βόλτα τους. Την πρώτη φορά που ο κακομοίρης πήγε να ενεργηθεί μία γάτα ακούστηκε κάτω από ένα αυτοκίνητο να γρυλίζει οπότε έκανε παύση και προσπάθησε να της ορμήσει αλλά ο Παύλος φυσικά δεν το επέτρεψε κρατώντας κόντρα το λουρί του. Η γάτα όμως είχε παραπάνω κότσια από όσα πίστευαν και οι δύο τους. Με ένα τίναγμα των πίσω ποδιών βρέθηκε πάνω στο πρόσωπο του Ρούλη με τα νύχια της να έχουν γραπωθεί από τα αυτιά του. Ο σκύλος την ίδια στιγμή δεν επέτρεψε στην γάτα να συνεχίσει την επίθεση της οπότε και τίναξε το κεφάλι πετάγοντας την από πάνω του. Εκείνη τότε κατάλαβε το λάθος της και τράπηκε σε φυγή.

Ο Παύλος έδωσε λίγα λεπτά στον σκύλο να ηρεμήσει και μετά τον πλησίασε. Ο παλαβός δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα αλλά κάτι ήταν περίεργο στα χαρακτηριστικά του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που δεν του φαινόταν όπως έπρεπε οπότε πήγε και κάθισε στο πλησιέστερο παγκάκι και έφερε το ζωντανό μπροστά του. Τον κοίταζε ξανά και ξανά σε σημείο που ο Ρούλης νόμιζε πως ήθελε να παίξουν και έβαλε τις δύο μπροστινές πατούσες πάνω στα πόδια του. Εκείνη την στιγμή είδε τα αυτιά του σκύλου να πηγαίνουν πάνω κάτω και τότε κατάλαβε. Ο Ρούλης δεν είχε κομμένα αυτιά. «Ήταν πάντα έτσι; Μήπως ήταν;» σκεφτόταν ενώ έβαλε τα χέρια του στα αυτιά του χαϊδεύοντας τα. Ο σκυλάκος τότε έγειρε το κεφάλι του αριστερά για να ευχαριστήσει με αυτό τον τρόπο τον φίλο του που τον χάιδευε. «Ρούλη θα με τρελάνεις ρε φίλε!» φώναξε ο Παύλος κάνοντας τον να γαυγίσει με χαρά. Χωρίς να το σκεφτεί περαιτέρω σηκώθηκαν και συνέχισαν την βόλτα τους, σε κάθε περίπτωση ο καλύτερος του φίλος και πιστός σύντροφος ήταν πιο υγιής από ποτέ και αυτό ήταν αρκετό.

Πίσω στο σπίτι αφού καθάρισε τις πατούσες του σκύλου συνέχισε με την καθαριότητα του σπιτιού. Μόλις ολοκλήρωσε το καθάρισμα αποφάσισε να πλυθεί και ο ίδιος. Αφού άνοιξε πρώτα το ζεστό και μετά το κρύο ρυθμίζοντας την ένταση της θερμοκρασίας στο επιθυμητό αποτέλεσμα έπιασε στα χέρια του το αφρόλουτρο. Θα ορκιζόταν πως μέχρι χθες το πρωί ήταν γεμάτο και τώρα είχε δεν είχε μείνει μία σταγόνα. Ήταν τόσο λίγο που έπρεπε να το γυρίσει τούμπα και να το χτυπήσει δύο φορές για να κατέβει λίγη ποσότητα. «Άντε ξανά σούπερ μάρκετ» μονολόγησε και συνέχισε το μπάνιο του.

Το βράδυ είχε κανονίσει να βγει για ποτό με τον φίλο του τον Δημήτρη σε ένα μαγαζί στον Χολαργό. Μετά την χθεσινή τρομάρα αποφάσισε να πάρει ταξί, για μία μέρα τουλάχιστον δεν ήθελε να οδηγήσει αυτό τον διάολο που ξυπνάει άλλους εαυτούς μέσα του. Στην διαδρομή βρήκαν κίνηση, τότε θυμήθηκε για πιο λόγο δεν έβγαλε ποτέ του δίπλωμα για αυτοκίνητο παρά μόνο για μηχανή.

«Το κέρατο μου! Άργησες ρε μαλάκα. Ζεστάθηκε η μπύρα μου» του είπε ο Δημήτρης με τον Παύλο να πηγαίνει να του αρπάζει το ποτήρι και να την κατεβάζει με δύο γουλιές.

«Σκάσε ρε γκρινιάρη. Θα πάρουμε άλλες» του απάντησε και κάθισε δίπλα του.

Συζήτησαν για τις δουλειές τους γκρινιάζοντας ο καθένας με την σειρά του για το τι ζόρια έχουν και στην συνέχεια παρήγγειλαν δύο ακόμη ποτά προχωρώντας στο επόμενο στάδιο που αφορούσε τις γυναίκες. Ο Παύλος όπως κάθε φορά του είπε ότι δεν παίζει τίποτα την συγκεκριμένη περίοδο και περίμενε ευλαβικά την σειρά του φίλου του να γκρινιάξει για την κοπέλα του την Έφη.

«Έλα άσε τα δικά μου πες μου εσύ για την Έφη. Πως πάει η συγκατοίκηση; Τα βρήκατε επιτέλους ή ακόμη τσακώνεστε για τις κάλτσες που τις πετάς στο πάτωμα;» τον ρώτησε κατεβάζοντας μια γερή γουλιά μπύρας.

«Ποια Έφη ρε φίλε θα με τρελάνεις; Μαίρη την λένε την δικιά μου» του απάντησε με φυσικότητα.

«Τι λες ρε; Σοβαρέψου. Γνωρίζω την Έφη εδώ και εφτά χρόνια λες να μην θυμάμαι το όνομα της;» του απάντησε με ανησυχία. Ένιωθε πως ο φίλος του πίστευε αυτό που έλεγε αλλά ταυτόχρονα γνώριζε με απόλυτη βεβαιότητα πως αυτό που ήξερε δεν υπήρχε περίπτωση να είναι λάθος.

«Ρε φίλε θα με τρελάνεις τώρα; Πλάκα μου κάνεις το ξέρω. Αλλά αν είσαι έτσι κάτσε να στο αποδείξω. Όχι για να μην λες ότι σου κατεβαίνει στο κεφάλι στην προσπάθεια σου να συζητήσουμε για εμένα και όχι για την αποτυχημένη ερωτική σου ζωή. Έχω στο κινητό μου φωτογραφία από τα αεροπορικά που κλείσαμε πριν ένα μήνα για να πάμε στην Βενετία»

7f009b0475cb97aea813624be766ac83

Ο Δημήτρης τότε έβγαλε το κινητό του και μπήκε στο άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Όσο εκείνος έψαχνε τον Παύλο τον έλουζε κρύος ιδρώτας, φοβόταν τι θα συμβεί αν αποδειχθεί πως ο φίλος του είχε δίκιο και δεν του έκανε απλώς πλάκα. Πριν τρέξει η πρώτη σταγόνα ιδρώτα στο μέτωπο του το κινητό ήρθε στο χέρι του με την φωτογραφία να του κόβει την ανάσα. Μαίρη Δημητριάδου ήταν το όνομα που έγραφε το εισιτήριο και το κρατούσε με τα δόντια της ενώ δίπλα ακριβώς το ίδιο έκανε ο Δημήτρης με το δικό του.

«Ε ξύπνα! Με ακούς αδερφέ! Μην μου κάνει τέτοια τώρα. Ξύπνα αγόρι μου» φώναζε ο Δημήτρης με τον Παύλο να μην αντιδράει. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που τον έριξε λιπόθυμο. Μόλις ο φίλος του είδε πως με τα λόγια δεν αντιδρούσε του έριξε ένα δυνατό χαστούκι το οποίο ευτυχώς τον επανέφερε.

«Εντάξει. Είμαι εντάξει. Δεν ξέρω τι έπαθα. Μπορείς να με πας σπίτι;» τον ρώτησε και εκείνος χωρίς δεύτερη κουβέντα τον κράτησε από τον ώμο, τον έβαλε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και τον πήγε στο σπίτι του.

Αφού τσακώθηκαν έξω από την πόρτα του διαμερίσματος ο Δημήτρης δέχτηκε να φύγει. Δύσκολος άνθρωπος ο Παύλος, δεν θέλει ποτέ βοήθεια, και το ότι του ζήτησε να τον μεταφέρει ως εκεί ήταν άθλος για τον εγωισμό του. Η αλήθεια όμως είναι πως ήδη ένιωθε πολύ καλύτερα, μόνο το αίσθημα του φόβου είχε μείνει σταθερά εκεί να σφυροκοπάει το στήθος του. Με το που μπήκε μέσα στο σπίτι τον υποδέχθηκε ο Ρούλης. Τα αυτιά του, δεν ήταν έτσι μέχρι χθες, ήταν σίγουρος πλέον πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν τον χάιδεψε όπως έκανε πάντα παρά τον παραμέρισε και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Εκεί έπιασε στα χέρια του το αφρόλουτρο απλώς για να βεβαιωθεί πως όντως είναι άδειο γιατί και αυτό μέχρι χθες ήταν γεμάτο ίσως ακόμη και σφραγισμένο.

«Όχι δεν είμαι τρελός. Δεν είμαι!» μονολόγησε και βγήκε ξανά έξω από το σπίτι αρπάζοντας τα κλειδιά της μηχανής. Αποφάσισε να πάει ξανά στο μπαρ στα Εξάρχεια να πιει ένα πότο ίσως και δέκα, όσα χρειαζόταν για να μπορέσει να ηρεμήσει και να βρει μια λογική εξήγηση για αυτό που συνέβαινε.

Είχε ήδη πιει πολύ παραπάνω από όσο είχε σκοπό αλλά ήδη ένιωθε καλύτερά. Ήταν στην φάση που δεν το έβρισκε και τόσο άσχημο που ο σκύλος του είχε πλέον αυτιά ή που η κοπέλα του κολλητού του λεγόταν Μαρία και όχι Έφη. Από την άλλη είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ που το αφρόλουτρο είχε τελειώσει, τόσο πολύ που φώναξε μέχρι και στο μπάρμαν για να ακούσει τον πόνο του.

«Ρε φίλε είχα αγοράσει το γαμημένο το αφρόλουτρο προχθές και σήμερα το πρωί είχε τελειώσει! Ε με ακούς;» του φώναξε και επειδή εκείνος δεν γύρισε κοπάνησε με δύναμη το ποτήρι του στην μπάρα σπάζοντας το. Όσα κομμάτια έσπασαν απλώθηκαν στον χώρο ενώ ότι οι αιχμηρές πλέον άκρες του ποτηριού είχαν μπει βαθιά μέσα στο χέρι του. Δεν πόνεσε, ίσως από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, δεν ένιωσε τίποτα παρά μόνο την αίσθηση πως κάτι πίεζε το χέρι του ενώ εκείνος το είχε ήδη ανοίξει αφήνοντας ότι είχε μείνει από το ποτήρι να ακουμπήσει απαλά την ξύλινη μπάρα. Τότε κοίταξε το χέρι του και αυτό που είδε ήταν τρομακτικό και συνάμα μοναδικό. Το χέρι του είχε σκιστεί σε δύο σημεία πολύ βαθειά αλλά δεν υπήρχε στάλα αίματος ενώ ο πόνος ήταν ένα άφαντο αίσθημα.

Με το καλό του χέρι ψηλάφισε τα κομμένα σημεία απλώς για να επιβεβαιώσει πως η παράνοια συνεχιζόταν. Χωρίς να το πολυσκεφτεί έβγαλε πενήντα ευρώ τα άφησε πάνω στο χιλιοποτισμένο από ποτά ξύλο  φόρεσε το μπουφάν του και βγήκε από το μαγαζί. Καβάλησε την μηχανή του, τσίτωσε το γκάζι και κατευθύνθηκε προς την Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Όπως και χθες έτσι και σήμερα τα πρώτα δύο φανάρια τα βρήκε κόκκινα αλλά μόλις ξεκίνησε για το τρίτο το κοντέρ της μηχανής έπιασε κόκκινο κάνοντας τις ρόδες να σπινιάρουν αφήνοντας καυτό λάστιχο στην κρύα άσφαλτο. Ξανά τα ίδια, τα πορτοκαλί προειδοποιητικά φώτα να αναβοσβήνουν. Δεν ήξερε αν πρέπει να πατήσει γκάζι και να συναντήσει για μία ακόμη φορά το λευκό τζιπ ή να φρενάρει συνεχίζοντας να ζει μέσα σε αυτόν τον κόσμο που τόσο ίδιος μα και τόσο διαφορετικός είναι από εκείνον που γνώριζε μέχρι χθες.

Λίγο πριν την απόφαση του και ενώ οι ρόδες ίσα που είχαν σταματήσει να ξερνάνε καυτό λάστιχο ένα βάρος ένιωσε πίσω του και δύο χέρια να αγκαλιάζουν το δερμάτινο μπουφάν του. Δεν πρόλαβε να τρομάξει αφού ένα αίσθημα γαλήνης πλημμύρισε την ταραγμένη του καρδιά.

«Τι θα ήθελες; Να μείνεις εδώ για πάντα ή να επιστρέψεις στην ζωή; Ακόμη παλεύεις νέε μου» του είπε η φωνή στο πίσω κάθισμα. Την άκουγε καθαρά, ο αέρας είχε κοπάσει το ίδιο και η ταχύτητα της μηχανής του. Προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι του αλλά ήταν αδύνατο, όλα είχαν παγώσει.

«Που είμαι; Και τι εννοείς παλεύω;» ρώτησε κοιτάζοντας πάντα ευθεία μπροστά.

«Το λευκό τζιπ σε χτύπησε. Το μέρος που βρίσκεσαι τώρα είναι ο παράδεισος σου ή για να το θέσω πιο σωστά μπορεί να γίνει αν αφήσεις τον υλικό κόσμο. Ο λόγος που κάποια στοιχεία είναι διαφορετικά είσαι εσύ, όσο παλεύεις για την ζωή σου τόσο πιο ασυνάρτητα  γίνονται τα στοιχεία που συνθέτουν τον παράδεισο σου. Πες μου τώρα, θες να ζήσεις ή να ελευθερωθείς νέε μου;» τον ρώτησε με τα χέρια να είναι πάντα περασμένα γύρω από το στήθος του Παύλου.

«Να ζήσω άγγελε» ήταν η απάντηση χωρίς δεύτερη σκέψη. Τότε το σώμα του ξεπάγωσε, ο αέρας έγινε ξανά τσουχτερός και ανέκτησε την δύναμη του. Τα χέρια ελευθερώθηκαν από το στήθος του Παύλου με το δεξί να πηγαίνει στο γκάζι της μηχανής ανεβάζοντας στον μέγιστο βαθμό την ταχύτητα του δίκυκλου. Το λευκό τζιπ εμφανίστηκε στην διασταύρωση με τον νέο αυτή την φορά να οδεύει καρφί πάνω του. Δείλιασε, πήγε να χαμηλώσει το γκάζι αλλά το χέρι του αγγέλου ήταν εκεί για να τον κρατήσει στην ζωή ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο τις στροφές της μηχανής. Τότε ένιωσε το σώμα του να συνθλίβεται πάνω στην μπροστινή πόρτα του λευκού αυτοκινήτου.

Άνοιξε τα μάτια του τα οποία δυσκολεύτηκαν να εστιάσουν αμέσως, ήταν μέσα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Λίγο μετά τους είδε, ήταν όλοι εκεί. Ο Ρούλης με τα κομμένα αυτιά, ο Δημήτρης και η πανέμορφη κοπέλα του η Έφη.

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.