Μπήκε σπίτι. Δεν την είδε. Πήγε στο μπαλκόνι. Ήταν εκεί. Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα, απ’ αυτά που δεν ξεχωρίζεις τι μέρα είναι. Ο ήλιος φαινόταν που έδυε πίσω από το βουνό. Έδυε μέσα από το μαγικό παράθυρο όπως το έλεγαν. Το μοναδικό πέρασμα που μπορούσε η ματιά τους να διασχίσει και να φτάσει τόσο μακριά. Αριστερά- δεξιά υψώνονταν μεγάλα κτίρια και πολυκατοικίες. Το μαγικό παράθυρο ήταν όλη κι όλη η θέα που διέθετε το μικρό τους διαμέρισμα. Μια ρωγμή στο χώρο και στο χρόνο.
Η Σοφία καθόταν στο μπαλκόνι σε μια ξύλινη ξεθωριασμένη καρέκλα και ακουμπούσε το ένα της χέρι στο τραπέζι. Μπροστά της ένα σκαμπό και απλωμένα επάνω τα δυνατά και τορνευτά της πόδια.
«Δεν σε άκουσα που μπήκες»
«Πέρασα από τον Εκδοτικό Οίκο»
«Τι σου είπαν;»
«Yπομονή».
Πήγε στο ψυγείο και πήρε ένα μπουκάλι κρασί και δύο ποτήρια. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα της. Στρίμωξε και τέντωσε και τα δικά του πόδια πάνω στο σκαμπό πλάι στα δικά της.
«Πόσα πόδια έχει το σκαμπό Σοφία;»
«Τέσσερα» του απαντά με απορία.
«Λάθος! Τέσσερα το σκαμπό και τέσσερα τα δικά μας, μάς κάνουν οκτώ.»
«Ευτυχώς που δεν έχεις χάσει το χιούμορ σου Πάρη ».
Έριξε στο ποτήρι του κρασί και έβαλε και στο δικό της και το πρόσφερε. Το κρασί είχε το ίδιο χρώμα με το ηλιοβασίλεμα. Δεν της το είπε γιατί ήταν σίγουρος ότι το είδε. Σαν ζευγάρι τα πρόσεχαν κάτι τέτοια.
«Θα ήθελα να ‘ξερα που οδηγεί εκείνος ο δρόμος στο τέρμα του βουνού».
«Τον βλέπω! Όλο στροφές. Κάπου πίσω εκεί θα είναι κάποιος ορεινός οικισμός με μικρά πέτρινα σπιτάκια Σοφία.»
« Ίσως »
« Όλες αυτές οι στροφές πάνω στο βράχο μου θυμίζουν αποτύπωμα σεισμογράφου. Τον έχεις δει πως κινείται σαν τρελός πάνω στο χαρτί όταν κάνει σεισμό;».
«Και με τούρτα! Το βουνό είναι μια τεράστια τούρτα και οι απότομες στροφές είναι οι σοκολατένιες πινελιές που σχεδιάζει ο ζαχαροπλάστης.
«Ω! Έχεις ταλέντο στις περιγραφές! Θέλεις άλλο κρασί;»
«Εσύ είσαι ο συγγραφέας Πάρη! Ναι θέλω».
Της έριξε στο ποτήρι και τότε εκείνη έκανε στην άκρη τα μακριά μαύρα μαλλιά και φάνηκε η λευκή της επιδερμίδα.
«Θέλω μια μέρα να πάρουμε τ’ αμάξι και να ανέβουμε εκεί ψηλά και να αγναντέψουμε και να δούμε τι υπάρχει πίσω από το βουνό».
«Δεν είναι δύσκολο».
«Να πάμε Πάρη ».
Ήπιε μια αργή γουλιά και κράτησε το ποτήρι στο στόμα του σαν να ήθελε να δει μέσα απ’ αυτό. Έβγαλε τη δερμάτινη θήκη με τον καπνό και ετοίμασε ένα τσιγάρο. Το άναψε και έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω να το απολαύσει. Τα πυκνά καστανά του μαλλιά έκαναν τότε να φανεί το πλατύ του μέτωπο. Ο ουρανός άρχισε να μπλαβίζει και σμήνη πουλιών έκαναν περίεργα σχήματα στον ορίζοντα. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων στην απέναντι πολυκατοικία τους κοιτούσε. Μια μαμά μάλωνε το παιδί της και κάπου αλλού, λίγο πιο πέρα, δύο φοιτητές διάβαζαν. Μια ριπή από γιασεμί πέρασε από πάνω τους και τους έκανε να νιώσουν γαλήνη.
«Δε θέλω να πάμε στο τέρμα του βουνού Σοφία να δούμε τι συμβαίνει από πίσω. Ας είναι να μην τα μάθουμε όλα σ’ αυτή τη ζωή»
«Έχεις όρεξη για φιλοσοφίες»
«Όταν δεν το ξέρεις, μπορείς να το φαντάζεσαι. Αν το μάθεις, τότε σταματάς. Δεν το φαντάζεσαι. Θέλω να υπάρχει ένα μεγάλο Λούνα Παρκ εκεί από πίσω. Πειράζει; Ένα Λούνα Παρκ με γονείς και παιδιά και μέσα εκεί μια πανύψηλη ρόδα που να γυρίζει ασταμάτητα. Χωρίς ρεύμα. Χωρίς ηλεκτρική ενέργεια. Χωρίς χρήματα. Η μόνη ενέργεια που να την κινεί, να είναι η αγάπη και η χαρά του κόσμου. Από ‘κει να αντλεί όλη την ενέργεια».
Άρχισε να νυχτώνει. Το ζευγάρι των ηλικιωμένων έκλεισε το φως του μπαλκονιού και πήγε για ύπνο. Η μαμά και το μαλωμένο παιδί πότισαν για λίγο τις γλάστρες και έπλυναν την αυλή. Οι φοιτητές σταμάτησαν τη μελέτη κι έβγαλαν φαγητό. Λίγο αργότερα, ένα κινητό, που βρισκόταν στο τραπέζι μαζί με τα ποτήρια και το κρασί, ακούστηκε να χτυπά. Ίσως ήταν το κινητό του Πάρη. Ίσως και της Σοφίας. Πάντως, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να το σηκώσει…