Η οδοντόκρεμα

Ακριβώς απ’ έξω υπήρχε ένα ξύλινο παγκάκι. Εκεί πήγαινα με τη Μαρία και αγναντεύαμε τον κόλπο του Πατραϊκού και τις αναρίθμητες πολυκατοικίες και γειτονιές της Πάτρας. -γράφει ο Γιάννης Τζαβέλλας

Εκείνη τη μέρα γυρνούσα από τη δουλειά. Δούλευα σ’ ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε πάγο. Μέτρια χρήματα, καλοί συνάδελφοι, ευχάριστο περιβάλλον. Έπιανα δουλειά νωρίς, τελείωνα νωρίς. Το είχα συνηθίσει.

Το ίδιο πρωί είχε πάρει το αυτί μου στο ραδιόφωνο για την απεργία και για τις πορείες διαμαρτυρίας που ήταν να γίνουν στο κέντρο και τους γύρω δρόμους. Οπότε θεώρησα σωστό να μην περάσω καθόλου από το κέντρο και κολλήσω σε κίνηση και μποτιλιάρισμα αλλά να κόψω δρόμο και να γυρίσω από το δρόμο του Δασυλλίου. Το Δασύλλιο είναι ένας μικρός λοφίσκος με πεύκα και στενά δρομάκια που πηγαίναμε μικροί εκδρομές με τα σχολεία. Είναι ένα όμορφο φυσικό περιβάλλον, ένας πνεύμονας, κοντά στο κέντρο της Πάτρας. Το Δασύλλιο ενώνει τη μία πλευρά της Πάτρας με την άλλη μέσω μιας σύντομης διαδρομής με στροφές, απότομες ανηφόρες και κατηφόρες. Σε ανταμείβει όμως το δροσερό καθαρό αεράκι η μυρωδιά από το ρετσίνι των πεύκων και η ατελείωτη θέα.

Στην κεντρική λεωφόρο βγάζω φλας, λοιπόν, και στρίβω δεξιά προς το δρόμο του Δασυλλίου. Ήταν αρχές Ιουνίου. Έχω ανοίξει τα παράθυρα του αυτοκινήτου και ανηφορίζω σιγά σιγά με δεύτερη ταχύτητα και κοιτώ τις όμορφες γωνιές, τα μικρά ασβεστωμένα σπιτάκια, τους κήπους, τα γιασεμί, τις ανθισμένες τριανταφυλλιές, τους απλούς ανθρώπους που κατοικούσαν εκεί. Ένας γέρος κάθεται στον ήλιο έξω από το σπίτι του και μου σηκώνει το χέρι. Του πατώ ελαφρά την κόρνα. Συνεχίζω να οδηγώ και να εισπνέω την θετική ενέργεια και ηρεμία της περιοχής. Το ανηφορικό κομμάτι της διαδρομής τελείωνε και όπου να ‘ναι θα έφτανα σ ένα άπλωμα και από ‘κει και έπειτα θα έπιανε η κατηφόρα. Στο άπλωμα αυτό υπήρχαν 4-5 σπιτάκια. Ένα απ’ αυτά ήταν το σπιτάκι των Γερμανών. Ναι το σπιτάκι των Γερμανών! Πώς γινόταν να το ξεχάσω! Ήταν η πρώτη φορά που περνώ ύστερα από τρία χρόνια που είμαστε χώρια με τη Μαρία. Στο σπίτι αυτό έμενε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Γερμανών που αποφάσισαν να μείνουν στην Ελλάδα ύστερα από ένα ταξίδι που έκαναν ένα καλοκαίρι στη χώρα μας. Τους άρεσε πολύ το σπίτι και το αγόρασαν.

the-blue-sea-in-the-port-of-patraΑκριβώς απ’ έξω υπήρχε ένα ξύλινο παγκάκι. Εκεί πήγαινα με τη Μαρία και αγναντεύαμε τον κόλπο του Πατραϊκού και τις αναρίθμητες πολυκατοικίες και γειτονιές της Πάτρας. Αγοράζαμε καφέ σε πλαστικό ποτηράκι, σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου και καθιστοί στο παγκάκι λέγαμε φωναχτά τα όνειρα μας. Η Μαρία εργαζόταν σε ζαχαροπλαστείο. Πήγαινα εκεί για παγωτό ή γλυκό. Όταν έγινα 5-6 κιλά βαρύτερος αποφάσισα ότι πρέπει να της μιλήσω. Γνωριστήκαμε και κολλήσαμε από την πρώτη στιγμή. Της άρεσαν τα ταξίδια, τα βιβλία, οι συζητήσεις για μεταφυσικά φαινόμενα και το να φορά αθλητικά παπούτσια. Εγώ είχα ήδη πιάσει δουλειά στο εργοστάσιο. Ύστερα από ένα χρόνο σχέσης αποφασίσαμε να νοικιάσουμε σπίτι και να μείνουμε μαζί.

Μείναμε μαζί. Μείναμε για 2 χρόνια. Όμως η ρουτίνα μας ισοπέδωσε. Μας έφταιγαν όλα. Την ενοχλούσε που άφηνα το μπουφάν μου στην καρέκλα της τραπεζαρίας και τα «έπαιρνε» όταν ξεχνούσα να βάλω το καπάκι στην οδοντόκρεμα κάθε πρωί. Χωρίσαμε ένα πρωί με το που ξυπνήσαμε. Δεν είπαμε πολλά. Αυτό που είπαμε ήταν ότι ευχόμαστε να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Μιλήσαμε μερικές φορές στο τηλέφωνο τον πρώτο καιρό και από ‘κει κι ύστερα τίποτα. Καθόλου. Ούτε στις γιορτές. Το σπίτι όμως αυτό πάντα το θαυμάζαμε. Ήταν ένα από τα όνειρα μας. «Να γυρίσουν οι Γερμανοί στον τόπο τους και εμείς να μείνουμε μια μέρα στο σπίτι αυτό», λέγαμε. Κάποιες φορές παρατηρούσαμε το ζευγάρι μέσα από την μεγάλη τζαμαρία της βεράντας. Τους κοιτούσαμε και προσπαθούσαμε με την φαντασία μας να δούμε τον εαυτό μας μετά από 40 χρόνια. «Μια χαρά κρατιέμαι», έλεγε η Μαρία. «Αλλά και ‘συ Πέτρο. Μια χαρά βαστιέσαι. Λίγα μαλλιά λιγότερα, λίγα κιλά περισσότερα».

Έφτασα ακριβώς έξω από το σπίτι. Σταματάω, κατεβάζω ακόμη λίγο το παράθυρο και στρέφω το κεφάλι μου να δω. Ο κήπος παραμελημένος, τα παράθυρα κλειστά, σκόνη στα περβάζια και στα κάγκελα. Το γραμματοκιβώτιο φουλ στα διαφημιστικά φυλλάδια. Τι έγινε! Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω. Πάω κοντά. Δεν το πιστεύω! Ενοικιαστήριο. Ναι! Το σπίτι νοικιαζόταν. Κρίμα, είπα μέσα μου. Ίσως κάτι άσχημο να τους έχει συμβεί. Μπήκα στο αμάξι κι έφυγα. Στο σπίτι αναρωτιόμουν. Προς το βράδυ μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Ήταν σαν γρήγορο φύσημα. Ήρθε κι έφυγε. Όσο περνούσε η ώρα όμως ξαναρχόταν. Είναι παράλογο, σκέφτηκα.

Ύστερα κάθισα στο καναπέ και άνοιξα την τηλεόραση. Το κινητό μου τηλέφωνο πάνω στον καναπέ μερικά εκατοστά από την δεξιά μου παλάμη. Η αλήθεια είναι ότι δεν παρακολουθούσα τηλεόραση. Σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν το σπίτι. Σκεφτόμουν πως στο καλό έρχονται στη ζωή οι ευκαιρίες σε λάθος χρόνο.

Παίρνω το κινητό στα χέρια και χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνω τη Μαρία. Ακούω να καλεί. Ο αριθμός ήταν ο σωστός και υπήρχε ακόμη. Χάρηκα.

Αυτή αιφνιδιάστηκε. Γρήγορα όμως μετεβλήθη ο τόνος της φωνής της. Είπαμε πως είμαστε και πως τα περνάμε. Προς το τέλος της συζήτησής της το είπα. «Δεν το πιστεύω!», μου λέει. «Είσαι παλαβός. Με πήρες για να μου πεις αυτό;». «Ναι Μαρία, είπα, σε πήρα για να σου πω αυτό. Να ξέρεις ότι το μπουφάν μου θα το βάζω στην ντουλάπα και κάθε πρωί θα βάζω το καπάκι στην οδοντόκρεμα. Στο υπόσχομαι. Θέλω να το σκεφτείς. Σκέψου και πες μου». Θα το σκεφτώ και θα σου πω, είπε αυτή.
Την επόμενη εβδομάδα έγινε η μετακόμιση. Δέχτηκε. Πρώτο βράδυ στο σπίτι των ονείρων μας και μας βρίσκει στην βεράντα να παρακολουθούμε τα πλοία να μπαίνουν στο λιμάνι της Πάτρας και εμένα να ετοιμάζω φαγητό και κρασί για να το γιορτάσουμε. Αμηχανία και στιγμές χωρίς λόγια ερχόντουσαν κάποιες φορές, αλλά γρήγορα έφευγαν αφήνοντας στη θέση τους χαμόγελα και φράσεις όπως: είναι τρελό αυτό που κάνουμε ή: νομίζω ότι κοιμάμαι και ονειρεύομαι.

Πέρασαν εβδομάδες, πέρασαν μήνες. Το καλοκαίρι έφυγε. Μπήκε το φθινόπωρο. Ήταν ένα από τα ωραιότερα καλοκαίρια που είχαμε περάσει μαζί. Κάναμε καινούργιες παρέες από τη γειτονιά. Είχε αλλάξει η ζωή μας.

Ένα απόγευμα Κυριακής είμαι στον κήπο και ρυθμίζω το μηχανισμό αυτόματου ποτίσματος. Η Μαρία στην βεράντα. Με παρακολουθεί. Κάποια στιγμή γυρνώ και την κοιτώ και εγώ. Δεν θυμάμαι τι της είπα ή τι ακριβώς της ζήτησα. Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι είχε το μυαλό της αλλού. Την ξέρω καλά τη Μαρία. Όταν θέλει κάτι να μου πει τότε καρφώνει το βλέμμα της στο πουθενά και σφίγγει τα χείλη. Βγάζω τα γάντια κηπουρικής και τις λαστιχένιες μπότες. Ανεβαίνω σπίτι και κάθομαι δίπλα της. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. Ξεκίνησε πρώτη.

« Άλλαξε η ζωή μας Πέτρο. Και μαζί μ’ αυτήν και εμείς. Γρήγορα έγιναν όλα. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν αυτό που ζούμε είναι πραγματικότητα. Αν είμαστε εμείς. Αν εγώ είμαι εγώ και εσύ είσαι εσύ. Αν είμαστε ο εαυτός μας ή αν προσπαθούμε για το καλό της σχέσης να είμαστε κάτι άλλο. Όμως πρέπει πάντοτε να είμαστε εμείς, να είμαστε ο εαυτός μας. Έτσι δεν είναι Πέτρο;»

Πήρα το χέρι της και το έβαλα στο γόνατό μου και πάνω σ’ αυτό το δικό μου χέρι.
«Ναι Μαρία, της λέω. Ξέρω τι θέλεις να πεις. Πάντοτε πρέπει να είμαστε εμείς. Να είμαστε ο εαυτός μας. Είναι ό,τι πιο δίκαιο μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτόν. Ο καιρός θα δείξει».

Πήγα στο ψυγείο να πάρω δύο μερίδες χοιρινό για να ψήσω στον κήπο.
Διάολε! Είχαν μείνει μόνο δύο μερίδες! Λες και όλα ήταν κανονισμένα να τελειώσουν κάποτε.

Ήταν οι τελευταίες μερίδες που έψησα και που φάγαμε μαζί…

 

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.