Μυστικά ποιήματα

«Τα βρήκε εντελώς τυχαία. Τα πήρε μαζί της κι έπιασε θέση στο κιόσκι του κήπου, για να τα διαβάσει με την ησυχία της. Πίστευε ότι δεν θα την έβλεπα. Ήταν τόσο απορροφημένη που κατάλαβα ότι κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Έτρεξα στην ποιητική μου κρυψώνα και είδα ότι τα ποιήματά μου έλειπαν.»
– γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης


ba623d20d8ea79bf26f4e4cc6086e11b

Η σχέση μας άρχισε να γίνεται στενή και πονηρή. Εντροπία για δύο. Κινδύνευα να μεταμορφωθώ σε κάποιο έντομο, από εκείνα που εισβάλλουν τις νύχτες από τα μισάνοιχτα παράθυρα και ανακαλύπτουν τις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού, για να κρυφτούν και ν’ αποφύγουν τους κίνδυνους (τη συντριβή και το τέλος). Ευτυχώς όμως, που δεν μεταμορφωνόμουν σε μυρμήγκι, να εκτελώ μηχανικά τις ίδιες διαδρομές σ’ ένα περίκλειστο κόσμο, με σταχτιές στάσεις και άνυδρες διαδρομές, όπου όλα έμοιαζαν να είναι ίδια και απαράλλαχτα.

Τακτικά, παράλλασσα τους στοχασμούς μου και εκτελούσα νέα δρομολόγια, στην ουσία μεταφερόμουν σε εμφανείς γωνίες για να έχω ορατότητα και να μη με συνθλίβει η πραγματικότητα. Οι σκέψεις έχαναν τη γοητεία τους, γίνονταν μικρές απελπισίες. Όλα άλλαζαν θλιβερά. Η επιθυμία μου ήταν η ακινησία, χωρίς να κυκλώνεται από τις λέξεις, που μέσα τους είχαν φόβο και λάθη.

Η αρχή ήρθε από τη μέρα που η σύζυγός μου «ανακάλυψε» τα ποιήματα μου, τα μυστικά μου ποιήματα. Τα είχα γράψει τα χρόνια της κοινής μας ζωής (και δεν ήταν λίγα). Προσωπικές δημιουργίες, εμπνευσμένες από αισθαντικές  καταστάσεις, έξω από τη συνήθη συζυγική βιωτή (τις ενωμένες μοναξιές που κάνουν μια μεγαλύτερη ημιθνήσκουσα μοναξιά).

Τα βρήκε εντελώς τυχαία. Τα πήρε μαζί της κι έπιασε θέση στο κιόσκι του κήπου, για να τα διαβάσει με την ησυχία της. Πίστευε ότι δεν θα την έβλεπα. Ήταν τόσο απορροφημένη που κατάλαβα ότι κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Έτρεξα στην ποιητική μου κρυψώνα και είδα ότι τα ποιήματά μου έλειπαν. Αντανακλαστικά πήγα στο παράθυρο κι από εκεί την παρατηρούσα (καλυμμένος είναι η αλήθεια ) που τα διάβαζε προσηλωμένη.

Άρχισε από εκείνη τη μέρα, να συμπεριφέρεται απότομα και ψυχρά. Κατάλαβε ότι τα γραφόμενά μου δεν την αφορούσαν. Πληγώθηκε ο εγωισμός και η περηφάνια της. Τα ποιήματά μου, μιλούσαν για μεγάλους καημούς και κρυφούς πόνους. Μέσα από τις λέξεις μου, φαινόμουν ένας άλλος άνδρας, κάπως «καθυστερημένος» και παλιομοδίτης.

Σίγα σιγά, σαν το περπάτημα ενός σπουργιτιού και όχι σαν το πέταγμα ενός αετού,  η ζωή πήρε άλλη τροπή, όπως συμβαίνει, συνήθως ή και κάπως ασυνήθιστα, στις ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων. Χάθηκε η παρηγοριά της συντροφικότητας και οι νύχτες έγιναν έρημες,  άδειες, ίσως μέχρι να ξαναπεράσει ο ήλιος και γίνουν πάλι φωτεινές.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.