«Τα σουτζουκάκια»

Ουδεμία σχέση έχουν με τα κεφτεδάκια. Το μοναδικό κοινό μυστικό τους είναι ο κιμάς -γράφει η Ελίνα Παπαδοπούλου

Elina-sΤα σουτζουκάκια δεν αλευρώνονται πριν τηγανιστούν. Δεν περιέχουν κρεμμύδι παρά σκόρδο και ικανή ποσότητα κύμινο. Φρυγανιά μουλιασμένη στο λευκό κρασί και όχι ψωμί. Και βεβαίως δεν έχουν το σχήμα μικρών σφαιριδίων μα ελλειπτικών εκ περιστροφής μικροσκοπικών όλμων.

Ουδεμία σχέση έχουν με τα κεφτεδάκια. Το μοναδικό κοινό μυστικό τους είναι ο κιμάς.

Η γιαγιά μου η Ελένη, συνονόματη μου, με το ινδιάνικο βλέμμα και τα λεπτά αυστηρά χείλη, εκεί ψηλά στ’ ορεινό αρκαδικό χωριό της, μια σπιθαμή μοναχά κάτω απ’ τ’ αστέρια, κεφτεδάκια με τριμμένο κρεμμύδι και μπόλικο δυόσμο τηγάνιζε, δίνοντάς τους το σχήμα που είχαν τα βόλια απ’τα καριοφίλια των χωροφυλάκων που κυνηγούσαν τον μέλλοντα πεθερό της, τον κατσικοκλέφτη, τον προπάππο μου, που αργότερα κρεμάστηκε στο δέντρο καταμεσής της αυλής για να γλιτώσει από δαύτους (μάλλον έκτοτε το καταθλιπτικό γονίδιο έγινε μόνιμη συντροφιά της εκ πατρός χρωμοσωμικής ακολουθίας).

Ούτε που είχε ακούσει γι’αυτά τα άγνωστης προέλευσης μακρινά αντικείμενα που με το επιθετικό σχήμα τους έμελλαν να εμβολίσουν το γευστικό γούστο των παλιοελλαδιτών.

Αυτή, και αφού παντρεύτηκε τον ξανθό γαλανομάτη άγριο βελανιδοφάγο συντοπίτη άντρα της – τρανή απόδειξη της καθόδου Σλάβων στη Ντροπολιτσά – που είχε το παρατσούκλι «ο Τρικούπης» μιας και ήταν ο μοναδικός του χωριού που είχε τελειώσει το σχολαρχείο, και μετακόμισε οριστικά στην Αθήνα, ουδόλως ξελογιάστηκε από τα ξενοφερμένα εδέσματα.

Ο δε παππούς αυτά τα ορεισίβια κεφτεδάκια συνέχισε να σερβίρει στο μαγερειό του στην Κεντρική αγορά.

Όμως η εκ μητρός γιαγιάκα μου ονόματι Αθανασία, κόρη πλούσιου σταφιδέμπορα με μακρινή καταγωγή απ’το Τσιρίγο, που παιδάκι του δημοτικού γλύτωσε απ’της Σμύρνης το γιαγκίνι, και ξέχασε δια μιας μεταξωτά και μαλάματα, ιππασίες και γαλλικά, και έζησε έκτοτε σε προσφυγικούς συνοικισμούς της Κορίνθου, νεότατη χήρα του τσαγκάρη, επίσης πρόσφυγα άλλου παππού μου – με μανιάτικη καταγωγή αυτός, που έφαγε τα νιάτα του σε φυλακές και εξορίες πριν καταλήξει στη μάντρα του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του ’44, σουτζουκάκια μαγείρευε, σουτζουκάκια ομολογούσε, σουτζουκάκια κληρονόμησε στις τέσσερεις θυγατέρες της, με βάσανα και στερήσεις ουκ ολίγες.

Ένας Θεός ξέρει γιατί ο δεύτερος απ’το τέλος γυιός της Ελένης και η δεύτερη απ’το τέλος κόρη της Αθανασίας αντάλλαξαν τα γούστα τους, μοιράστηκαν συν τοις άλλοις το τραπέζι τους και γέννησαν εμένα, τη δεύτερη απ’το τέλος κόρη του έρωτά τους, που απ’όλα τα μυρωδικά μοναχά αυτά τα δυό μπορεί ν’αγαπά, το κύμινο και τον δυόσμο.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.