«Η λατρεμένη νια», του Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι

«Σίγουρα εδώ θα ’ρθει κι αυτός
πόσο ανυπομονώ!
Μήπως δεν κάνει προσευχή;
Μην δεν την κάνω εγώ;
Δύο προσευχές μην δεν αρκούν;
Μήπως ν’ ανησυχώ;»
– μετάφραση  Κώστας Χρ. Σπίγγος

FormatFactoryDante_Gabriel_Rossetti_The_Blessed_Damozel
The Blessed Damozel, έργο του ίδιου του ποιητή και ζωγράφου Dante Gabriel Rossetti, 1875-8

 

Σκύβει σ’ ουράνια κουπαστή
η λατρεμένη νια
Μοιάζει το βλέμμα της, βαθύ
μ’ ασάλευτα νερά
Τρεις κρίνοι στην παλάμη της
εφτά άστρα στα μαλλιά

Άδετο, δίχως κέντημα
το ρούχο που φορά
κρατά λευκό τριαντάφυλλο
δώρο απ’ την Παναγιά
Λιβάδι χρυσοκίτρινο
στην πλάτη έχει μαλλιά

Μία μέρα μόνο είναι, λέει,
με του Θεού τ’ αηδόνια
Μα μένει μες στο βλέμμα της
μια απορημένη υπόνοια
Για όσους πίσω άφησε
πάνε και δέκα χρόνια

(για κάποιον πάνε κι εκατό
… Μόλις ήμουν κοντά της!
Έγειρε και στο πρόσωπο
μ’ αγγίζαν τα μαλλιά της…
Μπα• φύλλα θα ’τανε ξερά
Χρόνος, γοργός διαβάτης)

Προπύργιο έχτισε ο Θεός
του κόσμου εσχατιά
Πάνω του στέκεται αυτή
σε βάθη μακρινά
ώστε τον ήλιο από κει
μόλις που βλέπει αχνά

Γεφύρι του Παράδεισου
το αίθριο διαπερνά
Στη μέση οι μέρες, οι νυχτιές
σκοτάδι και φωτιά
αντιπαλεύουν· κάτω η γη
που ακοίμητη γυρνά

Σμίγουν ξανά τριγύρω της
απέθαντοι καημοί
Το όνομα που λάτρεψε
καθένας προσκαλεί
Κι ανέρχονται, φλόγες λεπτές
ψυχές από τη γη

Μα η κόρη έξω απ’ της γιορτής
τον κύκλο παρεκκλίνει
και το χρυσό της σύνορο
στο στήθος σιγοψήνει
Στο λυγισμένο αγκώνα της
σαν κοιμισμένοι οι κρίνοι

Στου χρόνου αντίκρυ βρέθηκε
τον άγριο παλμό
Ακούραστα το βλέμμα της
τρυπά τον ουρανό
Ξάφνου μιλά κι αντιλαλεί
των άστρων το λυγμό

Ο ήλιος έχει πια χαθεί
μικρό φτερό η σελήνη
στου νεκρωμένου ορίζοντα
το βάθος τρεμοσβήνει
Μες στη σιωπή ακούγεται
απ’ το στερέωμα εκείνη

(Καλή μου! Αυτή δεν είναι εκεί
που κελαηδά με θέρμη;
Κι αυτή, που όταν ο άνεμος
καμπάνας ήχους φέρνει
σιμώνοντας στο μέρος μου
τη σκάλα κατεβαίνει;)

«Σίγουρα εδώ θα ’ρθει κι αυτός
πόσο ανυπομονώ!
Μήπως δεν κάνει προσευχή;
Μην δεν την κάνω εγώ;
Δύο προσευχές μην δεν αρκούν;
Μήπως ν’ ανησυχώ;

»Λευκοντυμένος σαν θα ’ρθει
η άλως του θα μ’ αγγίξει
Τότε, ενώπιον του Θεού
το χέρι μου θα σφίξει
και σε ποτάμι ολόφωτο
μαζί μου θα βουτήξει

»Οι δυο μας κάτω από κρυφές
απάτητες σκιές
Εκεί που μεταγγίζονται
στο φως οι προσευχές
και μοιάζουν νέφαλα μικρά
σαν γίνονται δεκτές

»Οι δυο μας κάτω απ’ τη σκιά
του μυστικού κορμού
του δέντρου που ’χει τη φωλιά
τ’ Άγιου Περιστεριού
και κάθε φύλλο του αντηχεί
τ’ όνομα του Θεού

»Στο πλάι του ξαπλώνοντας
θα του μαθαίνω ν’ άδει
Θα τραγουδώ και σιγανά
θ’ αντιφωνεί ή θα παύει
Μέσα απ’ τις παύσεις η ψυχή
γνώση να μεταλάβει»

(Δεν θ’ αξιωθώ, αλίμονο
να γίνουμε ένα πάλι
Θα κρίνει ίδια ο Θεός
αγνή ψυχή με άλλη
που μόνη τους ομοιότητα
αγάπη είχαν μεγάλη;)

«Την όαση θα γυρέψουμε
όπου ’ναι η Μαρία
κι οι βοηθοί της, μ’ όνομα
γλυκό σαν συμφωνία
Σεσήλια, Γερτρούδη, Μαγδαληνή
Μαργαρίτα, Ροζαλία

»Στεφάνι έχουν στο μέτωπο
Πλεγμένα τα μαλλιά
Χρυσή κλωστή ανεμίζουνε
Ράβουν λευκή ποδιά
στην κάθε νεογέννητη
ψυχή, να τη φορά

»Τα μάγουλα θ’ αγγίξουμε
το φόβο του να σβήσω
Με παρρησία στην Παναγιά
τα πάντα θα εξηγήσω
που την τιμή μου εγκρίνοντας
θ’ αφήσει να μιλήσω

»Από το χέρι θα μας πάει
να σκύψουμε μπροστά
σ’ Εκείνον, μ’ άλλες φωτεινές
ψυχές, γονατιστά
Άγγελοι θα μας τραγουδούν
μ’ έγχορδα και πνευστά

»Στον Κύριο θα ζητήσουμε
να μας επιτραπεί
τον έρωτα να ζήσουμε
σαν κάποτε στη γη
Για πάντα έτσι να ’μαστε
εγώ κι αυτός μαζί»

Σώπασε· αφουγκράστηκε·
σ’ ήρεμη προσμονή
«όταν θα ’ρθει» απόσωσε
με απαλή φωνή
Κι αγγέλων αύρα φωτεινή
τη ζύγωσε μ’ ορμή

(Τη βλέπω να χαμογελά)
Μετά όμως σκοτεινιάζει
Ανάμεσα στα χέρια της
το πρόσωπό της βάζει
(Στη χρυσαφένια κουπαστή
το δάκρυ ακούω να στάζει)


Πρωτότυπο: The blessed damozel,  Dante Gabriel Rossetti, 1850
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Χρ. Σπίγγος 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.