«Φωτογραφία σέπια»

Με οδήγησε στο βάθος της κάμαρας, σε μια κόχη που έμοιαζε με εικονοστάσι. Μέχρι και καντήλι είχε. – γράφει η Σταυρούλα Αντζουλάκου

st-kostas– Δεν το ‘κανα επίτηδες, μάρτυς μου ο Θεός!
– Τι δεν έκανες επίτηδες;
– Δεν ήθελα να χαλάσει! Μόνο του χάλασε!
« Ωχ, τι θ’ αντικρίσουν τα ματάκια μου », αναρωτήθηκα.
Με οδήγησε στο βάθος της κάμαρας, σε μια κόχη που έμοιαζε με εικονοστάσι. Μέχρι και καντήλι είχε. Έριξα μια γρήγορη ματιά, δεν φαινόταν καμμία εικόνα σπασμένη ή μουτζουρωμένη. Και το καντηλάκι ανέπαφο.
– Τι έγινε, κυρία Θεώνη;
– Να, αυτό, μου έδειξε χαμηλόφωνα, και το χεράκι της έτρεμε. Να ήταν απ’ τα γεράματα ή από τρόμο; Μερικές φορές αυτά τα δύο γειτνιάζουν τραγικά.
– Τι είναι αυτό;, ρώτησα κι έσκυψα να δω. Ήταν μια φωτογραφία, αρκετά μεγάλου μεγέθους, παλιά, σέπια, που απεικόνιζε έναν άντρα να κάθεται σταυροπόδι πάνω σε μία ξύλινη πολυθρόνα. Προφανώς είχε ποζάρει στο στούντιο του φωτογράφου, υπήρχε και μία ανθοστήλη για ντεκόρ. Ωραίος άντρας, με το μουστακάκι του όπως ήταν της μόδας κάποτε, στενό και κοντό, να διαγράφει τα χείλη. Η φωτογραφία θα πρέπει να είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες. Τώρα ήταν σκισμένη τόπους-τόπους. Η κορνίζα είχε αφαιρεθεί, και τα κομμάτια γυαλιού έδειχναν ότι το τζάμι είχε σπάσει. Να το είχε η κυρία Θεώνη μαζί με το εικονίσματα;
– Άγιος άνθρωπος!, ήρθε η απάντηση λες και με άκουσε, ενώ σταυροκοπήθηκε βιαστικά. Αλλά όχι τόσο με ευλάβεια, όσο σαν για να ξορκίσει κάτι.
Στο ερωτηματικό μου βλέμμα απάντησε με φωνούλα σχεδόν κοριτσίστικη:
– Από κοπελίτσα τον έχω!
– Ποιος είναι;. Είχα την πρόνοια να χρησιμοποιήσω ενεστώτα χρόνο.
– Ο Κώστας!, μου είπε και άστραψε ολόκληρη.

Κώστας. Κοινότατο όνομα. Τι να της ήταν ο Κώστας; Συμμαθητής; Συγχωριανός; Σίγουρα γνωρίζονταν από παιδιά.
Όχι, ήταν αδερφός της φίλης της από τα γαλλικά. Ώστε όχι από χωριό. Δεν διδάσκονταν τα κορίτσια τότε, ούτε γαλλικά ούτε ελληνικά στα χωριά, σπάνιο πράγμα. Και μάλλον μεγαλύτερη θα ήταν, στην εφηβεία.
– Είχατε σχέση;
Λάθος ερώτηση. Η σωστή θα ήταν «Αγαπιόσασταν;»
– Θα παντρευόμασταν! μου είπε με τα ματάκια γουρλωμένα ελαφρώς.
– Δεν έχεις παντρευτεί, κυρία Θεώνη;
Ναι, βέβαια… βεβαίως. Όχι τον Κώστα, προφανώς. Αυτός ήταν ο ήρωάς της από την νιότη της.
Παιδιά; Πάσχιζα να θυμηθώ λεπτομέρειες από τον φάκελό της. Ήμουν καινούργια στο Ίδρυμα, δεν τα ήξερα όλα. Ναι, βεβαίως, τρία παιδιά.
– Τέσσερα, αλλά το ένα, μια κόρη, την έχασε νωρίς. Και την άλλη πολύ αργότερα, από τροχαίο. Έμειναν τα αγόρια λοιπόν. Ο ένας ξενιτεμένος. Ο άλλος εδώ. Η κυρία Θεώνη κατέληξε στον Οίκο Ευγηρίας. Ερχόταν αρκετά τακτικά ο γιος της να την δει, κάθε δεκαπέντε μέρες περίπου. Δεν έφτανε. Αλλά η κυρία Θεώνη είχε τον Κώστα. Που μετά από τόσες δεκαετίες τον ξαναβρήκε. Την φωτογραφία του δηλαδή. Διότι η θέση που έπιανε στην καρδιά της ήταν ανέπαφη.

Αλλά χθες, την ώρα που πήγε να καθαρίσει την κορνίζα, της έπεσε και ράγισε το τζάμι. Και προσπαθώντας να συγκολλήσει τα κομμάτια, της ξανάπεσε και διαλύθηκε εντελώς. Και προσπαθώντας να τα καθαρίσει κόπηκε. Και παίρνοντας νερό για να ξεπλυθεί, έσταξε αίμα και νερό πάνω στην φωτογραφία. Και προσπαθώντας να τα σφουγγίσει, την έγδαρε σε κάποια σημεία. Καταστροφή!
– Τι έκανες μετά, κυρία Θεώνη;
– Κοιμήθηκα! Του είχα θυμώσει! Τόσα βράδια του μιλάω, κι αυτός δεν μου αντιγυρίζει κουβέντα!
– Μα αυτό είναι θαυμάσιο κυρία Θεώνη!
– Ε;
– Είναι αποκαθήλωση. Απελευθερώθηκες από τις αλυσίδες σου! Τέρμα πια ο Κώστας! Είσαι ελεύθερη!
Τι ήταν να το πω; Ξέσπασε σε λυγμούς, σπαρακτικούς, θρήνος πραγματικός. Τι ανόητη που ήμουν! Την παρηγοριά της γυναίκας, την φυγή στο όνειρο, ονόμασα ψευδαίσθηση και εμμονή! Ε και λοιπόν;
– Μην στεναχωριέσαι κυρία Θεώνη! Θα σου φτιάξω την φωτογραφία! Έχω έναν γνωστό, καινούργια θα σ’ την κάνει!
Σιγά-σιγά οι λυγμοί της κατάπεσαν. Ένα δειλό χαμόγελο φώτισε το κλαμένο προσωπάκι.
Α, ρε Κώστα, μεγάλη η χάρη σου!
Αλλά βέβαια! Τι θα γινόμασταν χωρίς βαρβάρους;


© Σταυρούλα Αντζουλάκου,
15 Ιανουαρίου 2020

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.